Perfect participle of αγαπιέμαι (agapiémai), passive voice of active αγαπάω/αγαπώ (“I love”). Inherited from Byzantine Greek ἀγαπημένος (agapēménos).
αγαπημένος • (agapiménos) m (feminine αγαπημένη, neuter αγαπημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγαπημένος • | αγαπημένη • | αγαπημένο • | αγαπημένοι • | αγαπημένες • | αγαπημένα • |
genitive | αγαπημένου • | αγαπημένης • | αγαπημένου • | αγαπημένων • | αγαπημένων • | αγαπημένων • |
accusative | αγαπημένο • | αγαπημένη • | αγαπημένο • | αγαπημένους • | αγαπημένες • | αγαπημένα • |
vocative | αγαπημένε • | αγαπημένη • | αγαπημένο • | αγαπημένοι • | αγαπημένες • | αγαπημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγαπημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγαπημένος, etc.) |
αγαπημένος • (agapiménos) m (plural αγαπημένοι, feminine αγαπημένη)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγαπημένος • | αγαπημένοι • |
genitive | αγαπημένου • | αγαπημένων • |
accusative | αγαπημένο • | αγαπημένους • |
vocative | αγαπημένε • | αγαπημένοι • |