Learnedly from πολυ- (poly-) + the κυμαν- stem of κυμαίνω (kymaíno) + -τος (-tos). Compare Koine Greek πολυκύματος (polukúmatos).[1]
πολυκύμαντος • (polykýmantos) m (feminine πολυκύμαντη, neuter πολυκύμαντο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πολυκύμαντος (polykýmantos) | πολυκύμαντη (polykýmanti) | πολυκύμαντο (polykýmanto) | πολυκύμαντοι (polykýmantoi) | πολυκύμαντες (polykýmantes) | πολυκύμαντα (polykýmanta) | |
genitive | πολυκύμαντου (polykýmantou) | πολυκύμαντης (polykýmantis) | πολυκύμαντου (polykýmantou) | πολυκύμαντων (polykýmanton) | πολυκύμαντων (polykýmanton) | πολυκύμαντων (polykýmanton) | |
accusative | πολυκύμαντο (polykýmanto) | πολυκύμαντη (polykýmanti) | πολυκύμαντο (polykýmanto) | πολυκύμαντους (polykýmantous) | πολυκύμαντες (polykýmantes) | πολυκύμαντα (polykýmanta) | |
vocative | πολυκύμαντε (polykýmante) | πολυκύμαντη (polykýmanti) | πολυκύμαντο (polykýmanto) | πολυκύμαντοι (polykýmantoi) | πολυκύμαντες (polykýmantes) | πολυκύμαντα (polykýmanta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολυκύμαντος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολυκύμαντος, etc.)