Learned borrowing from Koine Greek πρασινίζω (prasinízō, “to be greenish”).[1] By surface analysis, πράσιν(ος) (prásin(os)) + -ίζω (-ízo).
πρασινίζω • (prasinízo) (past πρασίνισα, passive πρασινίζομαι, ppp πρασινισμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | πρασινίζω | πρασινίσω | πρασινίζομαι | πρασινιστώ |
2 sg | πρασινίζεις | πρασινίσεις | πρασινίζεσαι | πρασινιστείς |
3 sg | πρασινίζει | πρασινίσει | πρασινίζεται | πρασινιστεί |
1 pl | πρασινίζουμε, [‑ομε] | πρασινίσουμε, [‑ομε] | πρασινιζόμαστε | πρασινιστούμε |
2 pl | πρασινίζετε | πρασινίσετε | πρασινίζεστε, πρασινιζόσαστε | πρασινιστείτε |
3 pl | πρασινίζουν(ε) | πρασινίσουν(ε) | πρασινίζονται | πρασινιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | πρασίνιζα | πρασίνισα | πρασινιζόμουν(α) | πρασινίστηκα |
2 sg | πρασίνιζες | πρασίνισες | πρασινιζόσουν(α) | πρασινίστηκες |
3 sg | πρασίνιζε | πρασίνισε | πρασινιζόταν(ε) | πρασινίστηκε |
1 pl | πρασινίζαμε | πρασινίσαμε | πρασινιζόμασταν, (‑όμαστε) | πρασινιστήκαμε |
2 pl | πρασινίζατε | πρασινίσατε | πρασινιζόσασταν, (‑όσαστε) | πρασινιστήκατε |
3 pl | πρασίνιζαν, πρασινίζαν(ε) | πρασίνισαν, πρασινίσαν(ε) | πρασινίζονταν, (πρασινιζόντουσαν) | πρασινίστηκαν, πρασινιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα πρασινίζω ➤ | θα πρασινίσω ➤ | θα πρασινίζομαι ➤ | θα πρασινιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα πρασινίζεις, … | θα πρασινίσεις, … | θα πρασινίζεσαι, … | θα πρασινιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … πρασινίσει έχω, έχεις, … πρασινισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … πρασινιστεί είμαι, είσαι, … πρασινισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … πρασινίσει είχα, είχες, … πρασινισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … πρασινιστεί ήμουν, ήσουν, … πρασινισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … πρασινίσει θα έχω, θα έχεις, … πρασινισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … πρασινιστεί θα είμαι, θα είσαι, … πρασινισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | πρασίνιζε | πρασίνισε | — | πρασινίσου |
2 pl | πρασινίζετε | πρασινίστε | πρασινίζεστε | πρασινιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | πρασινίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας πρασινίσει ➤ | πρασινισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | πρασινίσει | πρασινιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||