Perfect participle of προειδοποιούμαι (proeidopoioúmai), passive voice of προειδοποιώ (“I warn”).
προειδοποιημένος • (proeidopoiiménos) m (feminine προειδοποιημένη, neuter προειδοποιημένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | προειδοποιημένος (proeidopoiiménos) | προειδοποιημένη (proeidopoiiméni) | προειδοποιημένο (proeidopoiiméno) | προειδοποιημένοι (proeidopoiiménoi) | προειδοποιημένες (proeidopoiiménes) | προειδοποιημένα (proeidopoiiména) | |
genitive | προειδοποιημένου (proeidopoiiménou) | προειδοποιημένης (proeidopoiiménis) | προειδοποιημένου (proeidopoiiménou) | προειδοποιημένων (proeidopoiiménon) | προειδοποιημένων (proeidopoiiménon) | προειδοποιημένων (proeidopoiiménon) | |
accusative | προειδοποιημένο (proeidopoiiméno) | προειδοποιημένη (proeidopoiiméni) | προειδοποιημένο (proeidopoiiméno) | προειδοποιημένους (proeidopoiiménous) | προειδοποιημένες (proeidopoiiménes) | προειδοποιημένα (proeidopoiiména) | |
vocative | προειδοποιημένε (proeidopoiiméne) | προειδοποιημένη (proeidopoiiméni) | προειδοποιημένο (proeidopoiiméno) | προειδοποιημένοι (proeidopoiiménoi) | προειδοποιημένες (proeidopoiiménes) | προειδοποιημένα (proeidopoiiména) |