Hello, you have come here looking for the meaning of the word
προειδοποιώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
προειδοποιώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
προειδοποιώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
προειδοποιώ you have here. The definition of the word
προειδοποιώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
προειδοποιώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From προ- (pro-, “pre-”) + ειδοποιώ (eidopoió, “inform”).
Pronunciation
- IPA(key): /pɾo.i.ðo.piˈo/
- Hyphenation: προ‧ει‧δο‧ποι‧ώ
Verb
προειδοποιώ • (proeidopoió) (past προειδοποίησα, passive προειδοποιούμαι, p‑past προειδοποιήθηκα, ppp προειδοποιημένος)
- to forewarn, warn
- to inform in advance
Conjugation
προειδοποιώ, προειδοποιούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
προειδοποιώ
|
προειδοποιήσω
|
προειδοποιούμαι
|
προειδοποιηθώ
|
2 sg
|
προειδοποιείς
|
προειδοποιήσεις
|
προειδοποιείσαι
|
προειδοποιηθείς
|
3 sg
|
προειδοποιεί
|
προειδοποιήσει
|
προειδοποιείται
|
προειδοποιηθεί
|
|
1 pl
|
προειδοποιούμε
|
προειδοποιήσουμε, [-ομε]
|
προειδοποιούμαστε, προειδοποιόμαστε
|
προειδοποιηθούμε
|
2 pl
|
προειδοποιείτε
|
προειδοποιήσετε
|
προειδοποιείστε, (προειδοποιόσαστε)
|
προειδοποιηθείτε
|
3 pl
|
προειδοποιούν(ε)
|
προειδοποιήσουν(ε)
|
προειδοποιούνται
|
προειδοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
προειδοποιούσα
|
προειδοποίησα
|
προειδοποιούμουν(α), προειδοποιόμουν(α)
|
προειδοποιήθηκα
|
2 sg
|
προειδοποιούσες
|
προειδοποίησες
|
[προειδοποιούσουν(α)], προειδοποιόσουν(α)
|
προειδοποιήθηκες
|
3 sg
|
προειδοποιούσε
|
προειδοποίησε
|
προειδοποιούνταν, προειδοποιόταν(ε), {προειδοποιείτο}
|
προειδοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
προειδοποιούσαμε
|
προειδοποιήσαμε
|
προειδοποιούμασταν, (‑ούμαστε), προειδοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
προειδοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
προειδοποιούσατε
|
προειδοποιήσατε
|
[προειδοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], προειδοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
προειδοποιηθήκατε
|
3 pl
|
προειδοποιούσαν(ε)
|
προειδοποίησαν, προειδοποιήσαν(ε)
|
προειδοποιούνταν, προειδοποιόνταν(ε), (προειδοποιόντουσαν), {προειδοποιούντο}
|
προειδοποιήθηκαν, προειδοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα προειδοποιώ ➤
|
θα προειδοποιήσω ➤
|
θα προειδοποιούμαι ➤
|
θα προειδοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα προειδοποιείς, …
|
θα προειδοποιήσεις, …
|
θα προειδοποιείσαι, …
|
θα προειδοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … προειδοποιήσει έχω, έχεις, … προειδοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … προειδοποιηθεί είμαι, είσαι, … προειδοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … προειδοποιήσει είχα, είχες, … προειδοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … προειδοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … προειδοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … προειδοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … προειδοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … προειδοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … προειδοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
προειδοποίησε
|
—
|
προειδοποιήσου
|
2 pl
|
προειδοποιείτε
|
προειδοποιήστε
|
προειδοποιείστε
|
προειδοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
προειδοποιώντας ➤
|
προειδοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας προειδοποιήσει ➤
|
προειδοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
προειδοποιήσει
|
προειδοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|