προκείμενος • (prokeímenos) m (feminine προκειμένη, neuter προκείμενον); first/second declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | προκείμενος prokeímenos |
προκειμένη prokeiménē |
προκείμενον prokeímenon |
προκειμένω prokeiménō |
προκειμένᾱ prokeiménā |
προκειμένω prokeiménō |
προκείμενοι prokeímenoi |
προκείμεναι prokeímenai |
προκείμενᾰ prokeímena | |||||
Genitive | προκειμένου prokeiménou |
προκειμένης prokeiménēs |
προκειμένου prokeiménou |
προκειμένοιν prokeiménoin |
προκειμέναιν prokeiménain |
προκειμένοιν prokeiménoin |
προκειμένων prokeiménōn |
προκειμένων prokeiménōn |
προκειμένων prokeiménōn | |||||
Dative | προκειμένῳ prokeiménōi |
προκειμένῃ prokeiménēi |
προκειμένῳ prokeiménōi |
προκειμένοιν prokeiménoin |
προκειμέναιν prokeiménain |
προκειμένοιν prokeiménoin |
προκειμένοις prokeiménois |
προκειμέναις prokeiménais |
προκειμένοις prokeiménois | |||||
Accusative | προκείμενον prokeímenon |
προκειμένην prokeiménēn |
προκείμενον prokeímenon |
προκειμένω prokeiménō |
προκειμένᾱ prokeiménā |
προκειμένω prokeiménō |
προκειμένους prokeiménous |
προκειμένᾱς prokeiménās |
προκείμενᾰ prokeímena | |||||
Vocative | προκείμενε prokeímene |
προκειμένη prokeiménē |
προκείμενον prokeímenon |
προκειμένω prokeiménō |
προκειμένᾱ prokeiménā |
προκειμένω prokeiménō |
προκείμενοι prokeímenoi |
προκείμεναι prokeímenai |
προκείμενᾰ prokeímena | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
προκειμένως prokeiménōs |
προκειμενώτερος prokeimenṓteros |
προκειμενώτᾰτος prokeimenṓtatos | ||||||||||||
Notes: |
|
Learned borrowing from Ancient Greek προκείμενος (prokeímenos), passive present participle for verb πρόκειμαι (prókeimai).[1][2]
προκείμενος • (prokeímenos) m (feminine προκείμενη, neuter προκείμενο) & formal feminine προκειμένη (prokeiméni)
Also, formal feminine singular: η προκειμένη (prokeiméni), της προκειμένης, ... (the issue in question) with different sense from προκείμενη (prokeímeni).
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προκείμενος • | προκείμενη • | προκείμενο • | προκείμενοι • | προκείμενες • | προκείμενα • |
genitive | προκείμενου • | προκείμενης • | προκείμενου • | προκείμενων • | προκείμενων • | προκείμενων • |
accusative | προκείμενο • | προκείμενη • | προκείμενο • | προκείμενους • | προκείμενες • | προκείμενα • |
vocative | προκείμενε • | προκείμενη • | προκείμενο • | προκείμενοι • | προκείμενες • | προκείμενα • |