Hello, you have come here looking for the meaning of the word
προσαρμόζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
προσαρμόζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
προσαρμόζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
προσαρμόζω you have here. The definition of the word
προσαρμόζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
προσαρμόζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learnedly, from Ancient Greek προσαρμόζω (prosarmózō). For adapt, semantic loan from French adapter. By surface analysis, προσ- (“towards”) + αρμόζω (“fit together, join”).
Pronunciation
- IPA(key): /pɾo.saɾˈmo.zo/
- Hyphenation: προ‧σαρ‧μό‧ζω
- Old Hyphenation: προσ‧αρ‧μό‧ζω
Verb
προσαρμόζω • (prosarmózo) (past προσάρμοσα, passive προσαρμόζομαι)
- to fit, adjust
- to adapt
Conjugation
προσαρμόζω προσαρμόζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
προσαρμόζω
|
προσαρμόσω
|
προσαρμόζομαι
|
προσαρμοστώ, προσαρμοσθώ
|
2 sg
|
προσαρμόζεις
|
προσαρμόσεις
|
προσαρμόζεσαι
|
προσαρμοστείς, προσαρμοσθείς
|
3 sg
|
προσαρμόζει
|
προσαρμόσει
|
προσαρμόζεται
|
προσαρμοστεί, προσαρμοσθεί
|
|
1 pl
|
προσαρμόζουμε, [‑ομε]
|
προσαρμόσουμε, [‑ομε]
|
προσαρμοζόμαστε
|
προσαρμοστούμε, προσαρμοσθούμε
|
2 pl
|
προσαρμόζετε
|
προσαρμόσετε
|
προσαρμόζεστε, προσαρμοζόσαστε
|
προσαρμοστείτε, προσαρμοσθείτε
|
3 pl
|
προσαρμόζουν(ε)
|
προσαρμόσουν(ε)
|
προσαρμόζονται
|
προσαρμοστούν(ε), προσαρμοσθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
προσάρμοζα
|
προσάρμοσα
|
προσαρμοζόμουν(α)
|
προσαρμόστηκα, προσαρμόσθηκα
|
2 sg
|
προσάρμοζες
|
προσάρμοσες
|
προσαρμοζόσουν(α)
|
προσαρμόστηκες, προσαρμόσθηκες
|
3 sg
|
προσάρμοζε
|
προσάρμοσε
|
προσαρμοζόταν(ε)
|
προσαρμόστηκε, προσαρμόσθηκε
|
|
1 pl
|
προσαρμόζαμε
|
προσαρμόσαμε
|
προσαρμοζόμασταν, (‑όμαστε)
|
προσαρμοστήκαμε, προσαρμοσθήκαμε
|
2 pl
|
προσαρμόζατε
|
προσαρμόσατε
|
προσαρμοζόσασταν, (‑όσαστε)
|
προσαρμοστήκατε, προσαρμοσθήκατε
|
3 pl
|
προσάρμοζαν, προσαρμόζαν(ε)
|
προσάρμοσαν, προσαρμόσαν(ε)
|
προσαρμόζονταν, (προσαρμοζόντουσαν)
|
προσαρμόστηκαν, προσαρμοστήκαν(ε), προσαρμόσθηκαν, προσαρμοσθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα προσαρμόζω ➤
|
θα προσαρμόσω ➤
|
θα προσαρμόζομαι ➤
|
θα προσαρμοστώ / προσαρμοσθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα προσαρμόζεις, …
|
θα προσαρμόσεις, …
|
θα προσαρμόζεσαι, …
|
θα προσαρμοστείς / προσαρμοσθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … προσαρμόσει έχω, έχεις, … προσαρμοσμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … προσαρμοστεί / προσαρμοσθεί είμαι, είσαι, … προσαρμοσμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … προσαρμόσει είχα, είχες, … προσαρμοσμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … προσαρμοστεί / προσαρμοσθεί ήμουν, ήσουν, … προσαρμοσμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … προσαρμόσει θα έχω, θα έχεις, … προσαρμοσμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … προσαρμοστεί / προσαρμοσθεί θα είμαι, θα είσαι, … προσαρμοσμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
προσάρμοζε
|
προσάρμοσε
|
—
|
προσαρμόσου
|
2 pl
|
προσαρμόζετε
|
προσαρμόστε
|
προσαρμόζεστε
|
προσαρμοστείτε, προσαρμοσθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
προσαρμόζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας προσαρμόσει ➤
|
προσαρμοσμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
προσαρμόσει
|
προσαρμοστεί, προσαρμοσθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Related terms
- αναπροσαρμογή f (anaprosarmogí, “readjustment”)
- αναπροσαρμόζω (anaprosarmózo, “to readjust”)
- απροσάρμοστος (aprosármostos, “unadaptable”, adjective)
- δυσπροσάρμοστος (dysprosármostos, “unadaptable”, adjective)
- ευπροσάρμοστος (efprosármostos, “adaptable”, adjective)
- προσαρμογέας m (prosarmogéas, “adaptor”)
- προσαρμογή f (prosarmogí, “adaptation”)
- προσαρμόσιμος (prosarmósimos, “adaptable”)
- προσαρμοστικός (prosarmostikós, “adapting; adaptable”)
- προσαρμοστικότητα f (prosarmostikótita, “adaptability”)
References
- ^ προσαρμόζω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.