Hello, you have come here looking for the meaning of the word
προσδιορίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
προσδιορίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
προσδιορίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
προσδιορίζω you have here. The definition of the word
προσδιορίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
προσδιορίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek προσδιορίζω (prosdiorízō).[1] By surface analysis, προσ- (pros-) + διορίζω (diorízo).
Pronunciation
- IPA(key): /pɾoz.ði.oˈɾi.zo/
- Hyphenation: προσ‧δι‧ο‧ρί‧ζω
Verb
προσδιορίζω • (prosdiorízo) (past προσδιόρισα, passive προσδιορίζομαι, p‑past προσδιορίστηκα, ppp προσδιορισμένος)
- to determine (to ascertain definitely; to figure out, find out, or conclude by analyzing, calculating, or investigating)
- to determine (to set the boundaries or limits of)
- Synonyms: καθορίζω (kathorízo), οριοθετώ (oriothetó)
- (grammar) to modify (to qualify the meaning of)
Conjugation
προσδιορίζω προσδιορίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
προσδιορίζω
|
προσδιορίσω
|
προσδιορίζομαι
|
προσδιοριστώ
|
2 sg
|
προσδιορίζεις
|
προσδιορίσεις
|
προσδιορίζεσαι
|
προσδιοριστείς
|
3 sg
|
προσδιορίζει
|
προσδιορίσει
|
προσδιορίζεται
|
προσδιοριστεί
|
|
1 pl
|
προσδιορίζουμε, [‑ομε]
|
προσδιορίσουμε, [‑ομε]
|
προσδιοριζόμαστε
|
προσδιοριστούμε
|
2 pl
|
προσδιορίζετε
|
προσδιορίσετε
|
προσδιορίζεστε, προσδιοριζόσαστε
|
προσδιοριστείτε
|
3 pl
|
προσδιορίζουν(ε)
|
προσδιορίσουν(ε)
|
προσδιορίζονται
|
προσδιοριστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
προσδιόριζα
|
προσδιόρισα
|
προσδιοριζόμουν(α)
|
προσδιορίστηκα
|
2 sg
|
προσδιόριζες
|
προσδιόρισες
|
προσδιοριζόσουν(α)
|
προσδιορίστηκες
|
3 sg
|
προσδιόριζε
|
προσδιόρισε
|
προσδιοριζόταν(ε)
|
προσδιορίστηκε
|
|
1 pl
|
προσδιορίζαμε
|
προσδιορίσαμε
|
προσδιοριζόμασταν, (‑όμαστε)
|
προσδιοριστήκαμε
|
2 pl
|
προσδιορίζατε
|
προσδιορίσατε
|
προσδιοριζόσασταν, (‑όσαστε)
|
προσδιοριστήκατε
|
3 pl
|
προσδιόριζαν, προσδιορίζαν(ε)
|
προσδιόρισαν, προσδιορίσαν(ε)
|
προσδιορίζονταν, (προσδιοριζόντουσαν)
|
προσδιορίστηκαν, προσδιοριστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα προσδιορίζω ➤
|
θα προσδιορίσω ➤
|
θα προσδιορίζομαι ➤
|
θα προσδιοριστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα προσδιορίζεις, …
|
θα προσδιορίσεις, …
|
θα προσδιορίζεσαι, …
|
θα προσδιοριστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … προσδιορίσει έχω, έχεις, … προσδιορισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … προσδιοριστεί είμαι, είσαι, … προσδιορισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … προσδιορίσει είχα, είχες, … προσδιορισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … προσδιοριστεί ήμουν, ήσουν, … προσδιορισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … προσδιορίσει θα έχω, θα έχεις, … προσδιορισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … προσδιοριστεί θα είμαι, θα είσαι, … προσδιορισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
προσδιόριζε
|
προσδιόρισε
|
—
|
προσδιορίσου
|
2 pl
|
προσδιορίζετε
|
προσδιορίστε
|
προσδιορίζεστε
|
προσδιοριστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
προσδιορίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας προσδιορίσει ➤
|
προσδιορισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
προσδιορίσει
|
προσδιοριστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
References