Hello, you have come here looking for the meaning of the word
καθορίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
καθορίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
καθορίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
καθορίζω you have here. The definition of the word
καθορίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
καθορίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learnedly, from Hellenistic Koine Greek καθορίζω (kathorízō). By surface analysis, καθ- (of κατα- (kata-, “thoroughly”) + ορίζω (orízo, “define”), the καθ- being harmonized with the old rough breathing of ὁρίζω (horízō).
Pronunciation
- IPA(key): /ka.θoˈɾi.zo/
- Hyphenation: κα‧θο‧ρί‧ζω
Verb
καθορίζω • (kathorízo) (past καθόρισα, passive καθορίζομαι)
- to determine, stipulate
Conjugation
καθορίζω καθορίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
καθορίζω
|
καθορίσω
|
καθορίζομαι
|
καθοριστώ, καθορισθώ1
|
2 sg
|
καθορίζεις
|
καθορίσεις
|
καθορίζεσαι
|
καθοριστείς, καθορισθείς
|
3 sg
|
καθορίζει
|
καθορίσει
|
καθορίζεται
|
καθοριστεί, καθορισθεί
|
|
1 pl
|
καθορίζουμε, [‑ομε]
|
καθορίσουμε, [‑ομε]
|
καθοριζόμαστε
|
καθοριστούμε, καθορισθούμε
|
2 pl
|
καθορίζετε
|
καθορίσετε
|
καθορίζεστε, καθοριζόσαστε
|
καθοριστείτε, καθορισθείτε
|
3 pl
|
καθορίζουν(ε)
|
καθορίσουν(ε)
|
καθορίζονται
|
καθοριστούν(ε), καθορισθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
καθόριζα
|
καθόρισα
|
καθοριζόμουν(α)
|
καθορίστηκα, καθορίσθηκα1
|
2 sg
|
καθόριζες
|
καθόρισες
|
καθοριζόσουν(α)
|
καθορίστηκες, καθορίσθηκες
|
3 sg
|
καθόριζε
|
καθόρισε
|
καθοριζόταν(ε)
|
καθορίστηκε, καθορίσθηκε
|
|
1 pl
|
καθορίζαμε
|
καθορίσαμε
|
καθοριζόμασταν, (‑όμαστε)
|
καθοριστήκαμε, καθορισθήκαμε
|
2 pl
|
καθορίζατε
|
καθορίσατε
|
καθοριζόσασταν, (‑όσαστε)
|
καθοριστήκατε, καθορισθήκατε
|
3 pl
|
καθόριζαν, καθορίζαν(ε)
|
καθόρισαν, καθορίσαν(ε)
|
καθορίζονταν, (καθοριζόντουσαν)
|
καθορίστηκαν, καθοριστήκαν(ε), καθορίσθηκαν, καθορισθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα καθορίζω ➤
|
θα καθορίσω ➤
|
θα καθορίζομαι ➤
|
θα καθοριστώ / καθορισθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα καθορίζεις, …
|
θα καθορίσεις, …
|
θα καθορίζεσαι, …
|
θα καθοριστείς / καθορισθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … καθορίσει έχω, έχεις, … καθορισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … καθοριστεί / καθορισθεί είμαι, είσαι, … καθορισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … καθορίσει είχα, είχες, … καθορισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … καθοριστεί / καθορισθεί ήμουν, ήσουν, … καθορισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … καθορίσει θα έχω, θα έχεις, … καθορισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … καθοριστεί / καθορισθεί θα είμαι, θα είσαι, … καθορισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
καθόριζε
|
καθόρισε
|
—
|
καθορίσου
|
2 pl
|
καθορίζετε
|
καθορίστε
|
καθορίζεστε
|
καθοριστείτε, καθορισθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
καθορίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας καθορίσει ➤
|
καθορισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
καθορίσει
|
καθοριστεί, καθορισθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Passive forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|