Hello, you have come here looking for the meaning of the word
προσεγγίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
προσεγγίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
προσεγγίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
προσεγγίζω you have here. The definition of the word
προσεγγίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
προσεγγίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Verb
προσεγγίζω • (prosengízo) (past προσέγγισα, passive προσεγγίζομαι)
- to draw near, come near, approach
Conjugation
προσεγγίζω προσεγγίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
προσεγγίζω
|
προσεγγίσω
|
προσεγγίζομαι
|
προσεγγιστώ
|
2 sg
|
προσεγγίζεις
|
προσεγγίσεις
|
προσεγγίζεσαι
|
προσεγγιστείς
|
3 sg
|
προσεγγίζει
|
προσεγγίσει
|
προσεγγίζεται
|
προσεγγιστεί
|
|
1 pl
|
προσεγγίζουμε, [‑ομε]
|
προσεγγίσουμε, [‑ομε]
|
προσεγγιζόμαστε
|
προσεγγιστούμε
|
2 pl
|
προσεγγίζετε
|
προσεγγίσετε
|
προσεγγίζεστε, προσεγγιζόσαστε
|
προσεγγιστείτε
|
3 pl
|
προσεγγίζουν(ε)
|
προσεγγίσουν(ε)
|
προσεγγίζονται
|
προσεγγιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
προσέγγιζα
|
προσέγγισα
|
προσεγγιζόμουν(α)
|
προσεγγίστηκα
|
2 sg
|
προσέγγιζες
|
προσέγγισες
|
προσεγγιζόσουν(α)
|
προσεγγίστηκες
|
3 sg
|
προσέγγιζε
|
προσέγγισε
|
προσεγγιζόταν(ε)
|
προσεγγίστηκε
|
|
1 pl
|
προσεγγίζαμε
|
προσεγγίσαμε
|
προσεγγιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
προσεγγιστήκαμε
|
2 pl
|
προσεγγίζατε
|
προσεγγίσατε
|
προσεγγιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
προσεγγιστήκατε
|
3 pl
|
προσέγγιζαν, προσεγγίζαν(ε)
|
προσέγγισαν, προσεγγίσαν(ε)
|
προσεγγίζονταν, (προσεγγιζόντουσαν)
|
προσεγγίστηκαν, προσεγγιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα προσεγγίζω ➤
|
θα προσεγγίσω ➤
|
θα προσεγγίζομαι ➤
|
θα προσεγγιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα προσεγγίζεις, …
|
θα προσεγγίσεις, …
|
θα προσεγγίζεσαι, …
|
θα προσεγγιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … προσεγγίσει
|
έχω, έχεις, … προσεγγιστεί
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … προσεγγίσει
|
είχα, είχες, … προσεγγιστεί
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … προσεγγίσει
|
θα έχω, θα έχεις, … προσεγγιστεί
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
προσέγγιζε
|
προσέγγισε
|
—
|
προσεγγίσου
|
2 pl
|
προσεγγίζετε
|
προσεγγίστε
|
προσεγγίζεστε
|
προσεγγιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
προσεγγίζοντας ➤
|
προσεγγιζόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας προσεγγίσει ➤
|
—
|
|
Nonfinite form➤
|
προσεγγίσει
|
προσεγγιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- προσέγγιση f (proséngisi, “approximation, approach, rapprochement”)