Learned borrowing from Ancient Greek προσφιλής (prosphilḗs).[1]
προσφιλής • (prosfilís) m (feminine προσφιλής, neuter προσφιλές)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσφιλής • | προσφιλής • | προσφιλές • | προσφιλείς • | προσφιλείς • | προσφιλή • |
genitive | προσφιλούς • / προσφιλή • | προσφιλούς • | προσφιλούς • | προσφιλών • | προσφιλών • | προσφιλών • |
accusative | προσφιλή • | προσφιλή • | προσφιλές • | προσφιλείς • | προσφιλείς • | προσφιλή • |
vocative | προσφιλή • / προσφιλής • | προσφιλής • | προσφιλές • | προσφιλείς • | προσφιλείς • | προσφιλή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προσφιλής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προσφιλής, etc.) |