προφυλαχτικός • (profylachtikós) m (feminine προφυλαχτική, neuter προφυλαχτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | προφυλαχτικός (profylachtikós) | προφυλαχτική (profylachtikí) | προφυλαχτικό (profylachtikó) | προφυλαχτικοί (profylachtikoí) | προφυλαχτικές (profylachtikés) | προφυλαχτικά (profylachtiká) | |
genitive | προφυλαχτικού (profylachtikoú) | προφυλαχτικής (profylachtikís) | προφυλαχτικού (profylachtikoú) | προφυλαχτικών (profylachtikón) | προφυλαχτικών (profylachtikón) | προφυλαχτικών (profylachtikón) | |
accusative | προφυλαχτικό (profylachtikó) | προφυλαχτική (profylachtikí) | προφυλαχτικό (profylachtikó) | προφυλαχτικούς (profylachtikoús) | προφυλαχτικές (profylachtikés) | προφυλαχτικά (profylachtiká) | |
vocative | προφυλαχτικέ (profylachtiké) | προφυλαχτική (profylachtikí) | προφυλαχτικό (profylachtikó) | προφυλαχτικοί (profylachtikoí) | προφυλαχτικές (profylachtikés) | προφυλαχτικά (profylachtiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προφυλαχτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προφυλαχτικός, etc.)