Learned borrowing from Koine Greek προφυλακτικός (prophulaktikós), an adjectival formation from Ancient Greek προφυλάσσω (prophulássō), from προ- (pro-) + φυλάσσω (phulássō), with semantic loan from French préservatif.[1]
προφυλακτικός • (profylaktikós) m (feminine προφυλακτική, neuter προφυλακτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | προφυλακτικός (profylaktikós) | προφυλακτική (profylaktikí) | προφυλακτικό (profylaktikó) | προφυλακτικοί (profylaktikoí) | προφυλακτικές (profylaktikés) | προφυλακτικά (profylaktiká) | |
genitive | προφυλακτικού (profylaktikoú) | προφυλακτικής (profylaktikís) | προφυλακτικού (profylaktikoú) | προφυλακτικών (profylaktikón) | προφυλακτικών (profylaktikón) | προφυλακτικών (profylaktikón) | |
accusative | προφυλακτικό (profylaktikó) | προφυλακτική (profylaktikí) | προφυλακτικό (profylaktikó) | προφυλακτικούς (profylaktikoús) | προφυλακτικές (profylaktikés) | προφυλακτικά (profylaktiká) | |
vocative | προφυλακτικέ (profylaktiké) | προφυλακτική (profylaktikí) | προφυλακτικό (profylaktikó) | προφυλακτικοί (profylaktikoí) | προφυλακτικές (profylaktikés) | προφυλακτικά (profylaktiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προφυλακτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προφυλακτικός, etc.)