πρωκτός (proktós, “anus”) + -ικός (-ikós).
πρωκτικός • (proktikós) m (feminine πρωκτική, neuter πρωκτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρωκτικός • | πρωκτική • | πρωκτικό • | πρωκτικοί • | πρωκτικές • | πρωκτικά • |
genitive | πρωκτικού • | πρωκτικής • | πρωκτικού • | πρωκτικών • | πρωκτικών • | πρωκτικών • |
accusative | πρωκτικό • | πρωκτική • | πρωκτικό • | πρωκτικούς • | πρωκτικές • | πρωκτικά • |
vocative | πρωκτικέ • | πρωκτική • | πρωκτικό • | πρωκτικοί • | πρωκτικές • | πρωκτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πρωκτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πρωκτικός, etc.) |