σημειόω (sēmeióō) + -σῐς (-sis)
σημείωσῐς • (sēmeíōsis) f (genitive σημειώσεως); third declension
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | ἡ σημείωσῐς hē sēmeíōsis |
τὼ σημειώσει tṑ sēmeiṓsei |
αἱ σημειώσεις hai sēmeiṓseis | ||||||||||
Genitive | τῆς σημειώσεως tês sēmeiṓseōs |
τοῖν σημειωσέοιν toîn sēmeiōséoin |
τῶν σημειώσεων tôn sēmeiṓseōn | ||||||||||
Dative | τῇ σημειώσει têi sēmeiṓsei |
τοῖν σημειωσέοιν toîn sēmeiōséoin |
ταῖς σημειώσεσῐ / σημειώσεσῐν taîs sēmeiṓsesi(n) | ||||||||||
Accusative | τὴν σημείωσῐν tḕn sēmeíōsin |
τὼ σημειώσει tṑ sēmeiṓsei |
τᾱ̀ς σημειώσεις tā̀s sēmeiṓseis | ||||||||||
Vocative | σημείωσῐ sēmeíōsi |
σημειώσει sēmeiṓsei |
σημειώσεις sēmeiṓseis | ||||||||||
Notes: |
|