From σήμερον (sḗmeron, “today”) + -ῐνός (-inós).
σημερῐνός • (sēmerinós) m (feminine σημερῐνή, neuter σημερῐνόν); first/second declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | σημερῐνός sēmerinós |
σημερῐνή sēmerinḗ |
σημερῐνόν sēmerinón |
σημερῐνώ sēmerinṓ |
σημερῐνᾱ́ sēmerinā́ |
σημερῐνώ sēmerinṓ |
σημερῐνοί sēmerinoí |
σημερῐναί sēmerinaí |
σημερῐνᾰ́ sēmeriná | |||||
Genitive | σημερῐνοῦ sēmerinoû |
σημερῐνῆς sēmerinês |
σημερῐνοῦ sēmerinoû |
σημερῐνοῖν sēmerinoîn |
σημερῐναῖν sēmerinaîn |
σημερῐνοῖν sēmerinoîn |
σημερῐνῶν sēmerinôn |
σημερῐνῶν sēmerinôn |
σημερῐνῶν sēmerinôn | |||||
Dative | σημερῐνῷ sēmerinôi |
σημερῐνῇ sēmerinêi |
σημερῐνῷ sēmerinôi |
σημερῐνοῖν sēmerinoîn |
σημερῐναῖν sēmerinaîn |
σημερῐνοῖν sēmerinoîn |
σημερῐνοῖς sēmerinoîs |
σημερῐναῖς sēmerinaîs |
σημερῐνοῖς sēmerinoîs | |||||
Accusative | σημερῐνόν sēmerinón |
σημερῐνήν sēmerinḗn |
σημερῐνόν sēmerinón |
σημερῐνώ sēmerinṓ |
σημερῐνᾱ́ sēmerinā́ |
σημερῐνώ sēmerinṓ |
σημερῐνούς sēmerinoús |
σημερῐνᾱ́ς sēmerinā́s |
σημερῐνᾰ́ sēmeriná | |||||
Vocative | σημερῐνέ sēmeriné |
σημερῐνή sēmerinḗ |
σημερῐνόν sēmerinón |
σημερῐνώ sēmerinṓ |
σημερῐνᾱ́ sēmerinā́ |
σημερῐνώ sēmerinṓ |
σημερῐνοί sēmerinoí |
σημερῐναί sēmerinaí |
σημερῐνᾰ́ sēmeriná | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
σημερῐνῶς sēmerinôs |
σημερῐνώτερος sēmerinṓteros |
σημερῐνώτᾰτος sēmerinṓtatos | ||||||||||||
Notes: |
|
From Ancient Greek σήμερον (“today”)
σημερινός • (simerinós) m (feminine σημερινή, neuter σημερινό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σημερινός (simerinós) | σημερινή (simeriní) | σημερινό (simerinó) | σημερινοί (simerinoí) | σημερινές (simerinés) | σημερινά (simeriná) | |
genitive | σημερινού (simerinoú) | σημερινής (simerinís) | σημερινού (simerinoú) | σημερινών (simerinón) | σημερινών (simerinón) | σημερινών (simerinón) | |
accusative | σημερινό (simerinó) | σημερινή (simeriní) | σημερινό (simerinó) | σημερινούς (simerinoús) | σημερινές (simerinés) | σημερινά (simeriná) | |
vocative | σημερινέ (simeriné) | σημερινή (simeriní) | σημερινό (simerinó) | σημερινοί (simerinoí) | σημερινές (simerinés) | σημερινά (simeriná) |