From σκατό (skató).
σκατής • (skatís) m (feminine σκατιά, neuter σκατί)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σκατής (skatís) | σκατιά (skatiá) | σκατί (skatí) | σκατιοί (skatioí) | σκατιές (skatiés) | σκατιά (skatiá) | |
genitive | σκατή (skatí) σκατιού (skatioú) |
σκατιάς (skatiás) | σκατιού (skatioú) | σκατιών (skatión) | σκατιών (skatión) | σκατιών (skatión) | |
accusative | σκατή (skatí) | σκατιά (skatiá) | σκατί (skatí) | σκατιούς (skatioús) | σκατιές (skatiés) | σκατιά (skatiá) | |
vocative | σκατή (skatí) | σκατιά (skatiá) | σκατί (skatí) | σκατιοί (skatioí) | σκατιές (skatiés) | σκατιά (skatiá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκατής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκατής, etc.)