στέρεος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word στέρεος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word στέρεος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say στέρεος in singular and plural. Everything you need to know about the word στέρεος you have here. The definition of the word στέρεος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofστέρεος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
See also: στερεός

Greek

Adjective

στέρεος (stéreosm (feminine στέρεη, neuter στέρεο)

  1. (more colloquial) Alternative form of στερεός (stereós)

Declension

Declension of στέρεος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στέρεος (stéreos) στέρεη (stéreï) στέρεο (stéreo) στέρεοι (stéreoi) στέρεες (stérees) στέρεα (stérea)
genitive στέρεου (stéreou) στέρεης (stéreïs) στέρεου (stéreou) στέρεων (stéreon) στέρεων (stéreon) στέρεων (stéreon)
accusative στέρεο (stéreo) στέρεη (stéreï) στέρεο (stéreo) στέρεους (stéreous) στέρεες (stérees) στέρεα (stérea)
vocative στέρεε (stéree) στέρεη (stéreï) στέρεο (stéreo) στέρεοι (stéreoi) στέρεες (stérees) στέρεα (stérea)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στέρεος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στέρεος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στερεότερος (stereóteros) στερεότερη (stereóteri) στερεότερο (stereótero) στερεότεροι (stereóteroi) στερεότερες (stereóteres) στερεότερα (stereótera)
genitive στερεότερου (stereóterou) στερεότερης (stereóteris) στερεότερου (stereóterou) στερεότερων (stereóteron) στερεότερων (stereóteron) στερεότερων (stereóteron)
accusative στερεότερο (stereótero) στερεότερη (stereóteri) στερεότερο (stereótero) στερεότερους (stereóterous) στερεότερες (stereóteres) στερεότερα (stereótera)
vocative στερεότερε (stereótere) στερεότερη (stereóteri) στερεότερο (stereótero) στερεότεροι (stereóteroi) στερεότερες (stereóteres) στερεότερα (stereótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο στερεότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στερεότατος (stereótatos) στερεότατη (stereótati) στερεότατο (stereótato) στερεότατοι (stereótatoi) στερεότατες (stereótates) στερεότατα (stereótata)
genitive στερεότατου (stereótatou) στερεότατης (stereótatis) στερεότατου (stereótatou) στερεότατων (stereótaton) στερεότατων (stereótaton) στερεότατων (stereótaton)
accusative στερεότατο (stereótato) στερεότατη (stereótati) στερεότατο (stereótato) στερεότατους (stereótatous) στερεότατες (stereótates) στερεότατα (stereótata)
vocative στερεότατε (stereótate) στερεότατη (stereótati) στερεότατο (stereótato) στερεότατοι (stereótatoi) στερεότατες (stereótates) στερεότατα (stereótata)