Hello, you have come here looking for the meaning of the word
στιγματίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
στιγματίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
στιγματίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
στιγματίζω you have here. The definition of the word
στιγματίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
στιγματίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /stiɣ.maˈti.zo/
- Hyphenation: στιγ‧μα‧τί‧ζω
- Old Hyphenation: στι‧γμα‧τί‧ζω
Verb
στιγματίζω • (stigmatízo) (past στιγμάτισα, passive στιγματίζομαι)
- to stigmatise (UK), stigmatize (US); brand, label
- to tarnish, disgrace
Conjugation
στιγματίζω στιγματίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
στιγματίζω
|
στιγματίσω
|
στιγματίζομαι
|
στιγματιστώ
|
2 sg
|
στιγματίζεις
|
στιγματίσεις
|
στιγματίζεσαι
|
στιγματιστείς
|
3 sg
|
στιγματίζει
|
στιγματίσει
|
στιγματίζεται
|
στιγματιστεί
|
|
1 pl
|
στιγματίζουμε, [‑ομε]
|
στιγματίσουμε, [‑ομε]
|
στιγματιζόμαστε
|
στιγματιστούμε
|
2 pl
|
στιγματίζετε
|
στιγματίσετε
|
στιγματίζεστε, στιγματιζόσαστε
|
στιγματιστείτε
|
3 pl
|
στιγματίζουν(ε)
|
στιγματίσουν(ε)
|
στιγματίζονται
|
στιγματιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
στιγμάτιζα
|
στιγμάτισα
|
στιγματιζόμουν(α)
|
στιγματίστηκα
|
2 sg
|
στιγμάτιζες
|
στιγμάτισες
|
στιγματιζόσουν(α)
|
στιγματίστηκες
|
3 sg
|
στιγμάτιζε
|
στιγμάτισε
|
στιγματιζόταν(ε)
|
στιγματίστηκε
|
|
1 pl
|
στιγματίζαμε
|
στιγματίσαμε
|
στιγματιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
στιγματιστήκαμε
|
2 pl
|
στιγματίζατε
|
στιγματίσατε
|
στιγματιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
στιγματιστήκατε
|
3 pl
|
στιγμάτιζαν, στιγματίζαν(ε)
|
στιγμάτισαν, στιγματίσαν(ε)
|
στιγματίζονταν, (στιγματιζόντουσαν)
|
στιγματίστηκαν, στιγματιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα στιγματίζω ➤
|
θα στιγματίσω ➤
|
θα στιγματίζομαι ➤
|
θα στιγματιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα στιγματίζεις, …
|
θα στιγματίσεις, …
|
θα στιγματίζεσαι, …
|
θα στιγματιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … στιγματίσει έχω, έχεις, … στιγματισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … στιγματιστεί είμαι, είσαι, … στιγματισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … στιγματίσει είχα, είχες, … στιγματισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … στιγματιστεί ήμουν, ήσουν, … στιγματισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … στιγματίσει θα έχω, θα έχεις, … στιγματισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … στιγματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … στιγματισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
στιγμάτιζε
|
στιγμάτισε
|
—
|
στιγματίσου
|
2 pl
|
στιγματίζετε
|
στιγματίστε
|
στιγματίζεστε
|
στιγματιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
στιγματίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας στιγματίσει ➤
|
στιγματισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
στιγματίσει
|
στιγματιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- see: στίγμα n (stígma, “stigma, disgrace”)