From στοιχεῖον (stoikheîon) + -ώδης (-ṓdēs); compare στοιχώδης (stoikhṓdēs).
στοιχειώδης • (stoikheiṓdēs) m or f (neuter στοιχείωδες); third declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | ||||||||
Nominative | στοιχειώδης stoikheiṓdēs |
στοιχειῶδες stoikheiôdes |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδεις stoikheiṓdeis |
στοιχειώδη stoikheiṓdē | ||||||||
Genitive | στοιχειώδους stoikheiṓdous |
στοιχειώδους stoikheiṓdous |
στοιχειώδοιν stoikheiṓdoin |
στοιχειώδοιν stoikheiṓdoin |
στοιχειώδων stoikheiṓdōn |
στοιχειώδων stoikheiṓdōn | ||||||||
Dative | στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδοιν stoikheiṓdoin |
στοιχειώδοιν stoikheiṓdoin |
στοιχειώδεσῐ / στοιχειώδεσῐν stoikheiṓdesi(n) |
στοιχειώδεσῐ / στοιχειώδεσῐν stoikheiṓdesi(n) | ||||||||
Accusative | στοιχειώδη stoikheiṓdē |
στοιχειῶδες stoikheiôdes |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδεις stoikheiṓdeis |
στοιχειώδη stoikheiṓdē | ||||||||
Vocative | στοιχειῶδες stoikheiôdes |
στοιχειῶδες stoikheiôdes |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδεις stoikheiṓdeis |
στοιχειώδη stoikheiṓdē | ||||||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
στοιχειωδῶς stoikheiōdôs |
στοιχειωδέστερος stoikheiōdésteros |
στοιχειωδέστᾰτος stoikheiōdéstatos | ||||||||||||
Notes: |
|
Ancient Greek στοιχειώδης (stoikheiṓdēs)
στοιχειώδης • (stoicheiódis) m (feminine στοιχειώδης, neuter στοιχειώδες)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | στοιχειώδης (stoicheiódis) | στοιχειώδης (stoicheiódis) | στοιχειώδες (stoicheiódes) | στοιχειώδεις (stoicheiódeis) | στοιχειώδεις (stoicheiódeis) | στοιχειώδη (stoicheiódi) | |
genitive | στοιχειώδους (stoicheiódous) στοιχειώδη (stoicheiódi) |
στοιχειώδους (stoicheiódous) | στοιχειώδους (stoicheiódous) | στοιχειωδών (stoicheiodón) | στοιχειωδών (stoicheiodón) | στοιχειωδών (stoicheiodón) | |
accusative | στοιχειώδη (stoicheiódi) | στοιχειώδη (stoicheiódi) | στοιχειώδες (stoicheiódes) | στοιχειώδεις (stoicheiódeis) | στοιχειώδεις (stoicheiódeis) | στοιχειώδη (stoicheiódi) | |
vocative | στοιχειώδη (stoicheiódi) στοιχειώδης (stoicheiódis) |
στοιχειώδης (stoicheiódis) | στοιχειώδες (stoicheiódes) | στοιχειώδεις (stoicheiódeis) | στοιχειώδεις (stoicheiódeis) | στοιχειώδη (stoicheiódi) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στοιχειώδης, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοιχειώδης, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο στοιχειωδέστερος", etc)
|