στοιχειώδης

Hello, you have come here looking for the meaning of the word στοιχειώδης. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word στοιχειώδης, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say στοιχειώδης in singular and plural. Everything you need to know about the word στοιχειώδης you have here. The definition of the word στοιχειώδης will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofστοιχειώδης, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Etymology

From στοιχεῖον (stoikheîon) +‎ -ώδης (-ṓdēs); compare στοιχώδης (stoikhṓdēs).

Pronunciation

 

Adjective

στοιχειώδης (stoikheiṓdēsm or f (neuter στοιχείωδες); third declension

  1. (used especially of grammar) elementary

Declension

Descendants

  • Greek: στοιχειώδης (stoicheiódis)

References

Greek

Etymology

Ancient Greek στοιχειώδης (stoikheiṓdēs)

Adjective

στοιχειώδης (stoicheiódism (feminine στοιχειώδης, neuter στοιχειώδες)

  1. basic, elementary
    η στοιχειώδης εκπαίδευσηi stoicheiódis ekpaídefsielementary education
  2. (physics) fundamental (particle)

Declension

Declension of στοιχειώδης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στοιχειώδης (stoicheiódis) στοιχειώδης (stoicheiódis) στοιχειώδες (stoicheiódes) στοιχειώδεις (stoicheiódeis) στοιχειώδεις (stoicheiódeis) στοιχειώδη (stoicheiódi)
genitive στοιχειώδους (stoicheiódous)
στοιχειώδη (stoicheiódi)
στοιχειώδους (stoicheiódous) στοιχειώδους (stoicheiódous) στοιχειωδών (stoicheiodón) στοιχειωδών (stoicheiodón) στοιχειωδών (stoicheiodón)
accusative στοιχειώδη (stoicheiódi) στοιχειώδη (stoicheiódi) στοιχειώδες (stoicheiódes) στοιχειώδεις (stoicheiódeis) στοιχειώδεις (stoicheiódeis) στοιχειώδη (stoicheiódi)
vocative στοιχειώδη (stoicheiódi)
στοιχειώδης (stoicheiódis)
στοιχειώδης (stoicheiódis) στοιχειώδες (stoicheiódes) στοιχειώδεις (stoicheiódeis) στοιχειώδεις (stoicheiódeis) στοιχειώδη (stoicheiódi)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στοιχειώδης, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοιχειώδης, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στοιχειωδέστερος (stoicheiodésteros) στοιχειωδέστερη (stoicheiodésteri) στοιχειωδέστερο (stoicheiodéstero) στοιχειωδέστεροι (stoicheiodésteroi) στοιχειωδέστερες (stoicheiodésteres) στοιχειωδέστερα (stoicheiodéstera)
genitive στοιχειωδέστερου (stoicheiodésterou) στοιχειωδέστερης (stoicheiodésteris) στοιχειωδέστερου (stoicheiodésterou) στοιχειωδέστερων (stoicheiodésteron) στοιχειωδέστερων (stoicheiodésteron) στοιχειωδέστερων (stoicheiodésteron)
accusative στοιχειωδέστερο (stoicheiodéstero) στοιχειωδέστερη (stoicheiodésteri) στοιχειωδέστερο (stoicheiodéstero) στοιχειωδέστερους (stoicheiodésterous) στοιχειωδέστερες (stoicheiodésteres) στοιχειωδέστερα (stoicheiodéstera)
vocative στοιχειωδέστερε (stoicheiodéstere) στοιχειωδέστερη (stoicheiodésteri) στοιχειωδέστερο (stoicheiodéstero) στοιχειωδέστεροι (stoicheiodésteroi) στοιχειωδέστερες (stoicheiodésteres) στοιχειωδέστερα (stoicheiodéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο στοιχειωδέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στοιχειωδέστατος (stoicheiodéstatos) στοιχειωδέστατη (stoicheiodéstati) στοιχειωδέστατο (stoicheiodéstato) στοιχειωδέστατοι (stoicheiodéstatoi) στοιχειωδέστατες (stoicheiodéstates) στοιχειωδέστατα (stoicheiodéstata)
genitive στοιχειωδέστατου (stoicheiodéstatou) στοιχειωδέστατης (stoicheiodéstatis) στοιχειωδέστατου (stoicheiodéstatou) στοιχειωδέστατων (stoicheiodéstaton) στοιχειωδέστατων (stoicheiodéstaton) στοιχειωδέστατων (stoicheiodéstaton)
accusative στοιχειωδέστατο (stoicheiodéstato) στοιχειωδέστατη (stoicheiodéstati) στοιχειωδέστατο (stoicheiodéstato) στοιχειωδέστατους (stoicheiodéstatous) στοιχειωδέστατες (stoicheiodéstates) στοιχειωδέστατα (stoicheiodéstata)
vocative στοιχειωδέστατε (stoicheiodéstate) στοιχειωδέστατη (stoicheiodéstati) στοιχειωδέστατο (stoicheiodéstato) στοιχειωδέστατοι (stoicheiodéstatoi) στοιχειωδέστατες (stoicheiodéstates) στοιχειωδέστατα (stoicheiodéstata)

Synonyms