στρατιωτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word στρατιωτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word στρατιωτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say στρατιωτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word στρατιωτικός you have here. The definition of the word στρατιωτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofστρατιωτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learned borrowing from Ancient Greek στρατιωτικός (stratiōtikós), from στρατιώτης (stratiṓtēs) +‎ -ικός (-ikós), with semantic loan from French militaire.

Adjective

στρατιωτικός (stratiotikósm (feminine στρατιωτική, neuter στρατιωτικό)

  1. military (describing members of the armed forces)

Declension

singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στρατιωτικός (stratiotikós) στρατιωτική (stratiotikí) στρατιωτικό (stratiotikó) στρατιωτικοί (stratiotikoí) στρατιωτικές (stratiotikés) στρατιωτικά (stratiotiká)
genitive στρατιωτικού (stratiotikoú) στρατιωτικής (stratiotikís) στρατιωτικού (stratiotikoú) στρατιωτικών (stratiotikón) στρατιωτικών (stratiotikón) στρατιωτικών (stratiotikón)
accusative στρατιωτικό (stratiotikó) στρατιωτική (stratiotikí) στρατιωτικό (stratiotikó) στρατιωτικούς (stratiotikoús) στρατιωτικές (stratiotikés) στρατιωτικά (stratiotiká)
vocative στρατιωτικέ (stratiotiké) στρατιωτική (stratiotikí) στρατιωτικό (stratiotikó) στρατιωτικοί (stratiotikoí) στρατιωτικές (stratiotikés) στρατιωτικά (stratiotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στρατιωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στρατιωτικός, etc.)

Noun

στρατιωτικός (stratiotikósm (plural στρατιωτικοί)

  1. serviceman (especially an officer)

Declension

singular plural
nominative στρατιωτικός (stratiotikós) στρατιωτικοί (stratiotikoí)
genitive στρατιωτικού (stratiotikoú) στρατιωτικών (stratiotikón)
accusative στρατιωτικό (stratiotikó) στρατιωτικούς (stratiotikoús)
vocative στρατιωτικέ (stratiotiké) στρατιωτικοί (stratiotikoí)

Synonyms

see: στρατός m (stratós, army)

Further reading