συγκρουόμενος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word συγκρουόμενος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word συγκρουόμενος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say συγκρουόμενος in singular and plural. Everything you need to know about the word συγκρουόμενος you have here. The definition of the word συγκρουόμενος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσυγκρουόμενος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Pronunciation

 

Participle

συγκρουόμενος (sunkrouómenosm (feminine συγκρουομένη, neuter συγκρουόμενον); first/second declension

  1. present mediopassive participle of συγκρούω (sunkroúō)

Declension

Greek

Etymology

Present participle of συγκρούομαι (sygkroúomai, to collide, be in conflict), a verb with no active forms.

Pronunciation

  • IPA(key): /siŋ.ɡruˈo.me.nos/
  • Hyphenation: συ‧γκρου‧ό‧με‧νος

Participle

συγκρουόμενος (sygkrouómenosm (feminine συγκρουόμενη, neuter συγκρουόμενο)

  1. colliding
  2. conflicting

Usage notes

Declension

Declension of συγκρουόμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συγκρουόμενος (sygkrouómenos) συγκρουόμενη (sygkrouómeni) συγκρουόμενο (sygkrouómeno) συγκρουόμενοι (sygkrouómenoi) συγκρουόμενες (sygkrouómenes) συγκρουόμενα (sygkrouómena)
genitive συγκρουόμενου (sygkrouómenou) συγκρουόμενης (sygkrouómenis) συγκρουόμενου (sygkrouómenou) συγκρουόμενων (sygkrouómenon) συγκρουόμενων (sygkrouómenon) συγκρουόμενων (sygkrouómenon)
accusative συγκρουόμενο (sygkrouómeno) συγκρουόμενη (sygkrouómeni) συγκρουόμενο (sygkrouómeno) συγκρουόμενους (sygkrouómenous) συγκρουόμενες (sygkrouómenes) συγκρουόμενα (sygkrouómena)
vocative συγκρουόμενε (sygkrouómene) συγκρουόμενη (sygkrouómeni) συγκρουόμενο (sygkrouómeno) συγκρουόμενοι (sygkrouómenoi) συγκρουόμενες (sygkrouómenes) συγκρουόμενα (sygkrouómena)