Learned borrowing from Byzantine Greek, from Ancient Greek σύγχυσις (súnkhusis), with semantic loan from Italian turbare in the sense 'to upset'.[1]
συγχύζω • (synchýzo) (past σύγχυσα, passive συγχύζομαι, p‑past συγχύστηκα, ppp συγχυσμένος) (transitive)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συγχύζω | συγχύσω | συγχύζομαι | συγχυστώ |
2 sg | συγχύζεις | συγχύσεις | συγχύζεσαι | συγχυστείς |
3 sg | συγχύζει | συγχύσει | συγχύζεται | συγχυστεί |
1 pl | συγχύζουμε, [‑ομε] | συγχύσουμε, [‑ομε] | συγχυζόμαστε | συγχυστούμε |
2 pl | συγχύζετε | συγχύσετε | συγχύζεστε, συγχυζόσαστε | συγχυστείτε |
3 pl | συγχύζουν(ε) | συγχύσουν(ε) | συγχύζονται | συγχυστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | σύγχυζα | σύγχυσα | συγχυζόμουν(α) | συγχύστηκα |
2 sg | σύγχυζες | σύγχυσες | συγχυζόσουν(α) | συγχύστηκες |
3 sg | σύγχυζε | σύγχυσε | συγχυζόταν(ε) | συγχύστηκε |
1 pl | συγχύζαμε | συγχύσαμε | συγχυζόμασταν, (‑όμαστε) | συγχυστήκαμε |
2 pl | συγχύζατε | συγχύσατε | συγχυζόσασταν, (‑όσαστε) | συγχυστήκατε |
3 pl | σύγχυζαν, συγχύζαν(ε) | σύγχυσαν, συγχύσαν(ε) | συγχύζονταν, (συγχυζόντουσαν) | συγχύστηκαν, συγχυστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συγχύζω ➤ | θα συγχύσω ➤ | θα συγχύζομαι ➤ | θα συγχυστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συγχύζεις, … | θα συγχύσεις, … | θα συγχύζεσαι, … | θα συγχυστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συγχύσει έχω, έχεις, … συγχυσμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συγχυστεί είμαι, είσαι, … συγχυσμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συγχύσει είχα, είχες, … συγχυσμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συγχυστεί ήμουν, ήσουν, … συγχυσμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συγχύσει θα έχω, θα έχεις, … συγχυσμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συγχυστεί θα είμαι, θα είσαι, … συγχυσμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | σύγχυζε | σύγχυσε | — | συγχύσου |
2 pl | συγχύζετε | συγχύστε | συγχύζεστε | συγχυστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συγχύζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συγχύσει ➤ | συγχυσμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συγχύσει | συγχυστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||