Perfect participle of συζητιέμαι (syzitiémai), passive voice of συζητάω, συζητώ (“discuss”) and of συζητούμαι (syzitoúmai), passive voice of συζητώ (syzitó).
συζητημένος • (syzitiménos) m (feminine συζητημένη, neuter συζητημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συζητημένος • | συζητημένη • | συζητημένο • | συζητημένοι • | συζητημένες • | συζητημένα • |
genitive | συζητημένου • | συζητημένης • | συζητημένου • | συζητημένων • | συζητημένων • | συζητημένων • |
accusative | συζητημένο • | συζητημένη • | συζητημένο • | συζητημένους • | συζητημένες • | συζητημένα • |
vocative | συζητημένε • | συζητημένη • | συζητημένο • | συζητημένοι • | συζητημένες • | συζητημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συζητημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συζητημένος, etc.) |