From Ancient Greek συμπαθέω (sumpathéō, “to sympathize”).
συμπαθώ • (sympathó) (past συμπάθησα, passive συμπαθιέμαι, p‑past συμπαθήθηκα)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συμπαθώ1 - συμπαθάω2 | συμπαθήσω | συμπαθιέμαι1 | συμπαθηθώ |
2 sg | συμπαθείς - συμπαθάς | συμπαθήσεις | συμπαθιέσαι | συμπαθηθείς |
3 sg | συμπαθεί - συμπαθάει | συμπαθήσει | συμπαθιέται | συμπαθηθεί |
1 pl | συμπαθούμε - συμπαθάμε | συμπαθήσουμε, [-ομε] | συμπαθιόμαστε | συμπαθηθούμε |
2 pl | συμπαθείτε - συμπαθάτε | συμπαθήσετε | συμπαθιέστε, (‑ιόσαστε) | συμπαθηθείτε |
3 pl | συμπαθούν(ε) - συμπαθάνε, συμπαθάν | συμπαθήσουν(ε) | συμπαθιούνται, (‑ιόνται) | συμπαθηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συμπαθούσα1 - συμπάθαγα2 | συμπάθησα | συμπαθιόμουν(α) | συμπαθήθηκα |
2 sg | συμπαθούσες, συμπάθαγες | συμπάθησες | συμπαθιόσουν(α) | συμπαθήθηκες |
3 sg | συμπαθούσε, συμπάθαγε | συμπάθησε | συμπαθιόταν(ε) | συμπαθήθηκε |
1 pl | συμπαθούσαμε, συμπαθάγαμε | συμπαθήσαμε | συμπαθιόμασταν, (‑ιόμαστε) | συμπαθηθήκαμε |
2 pl | συμπαθούσατε, συμπαθάγατε | συμπαθήσατε | συμπαθιόσασταν, (‑ιόσαστε) | συμπαθηθήκατε |
3 pl | συμπαθούσαν(ε), συμπάθαγαν, συμπαθάγανε | συμπάθησαν, συμπαθήσαν(ε) | συμπαθιόνταν(ε), συμπαθιόντουσαν, συμπαθιούνταν | συμπαθήθηκαν, συμπαθηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συμπαθώ - θα συμπαθάω ➤ | θα συμπαθήσω ➤ | θα συμπαθιέμαι ➤ | θα συμπαθηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συμπαθείς - θα συμπαθάς, … | θα συμπαθήσεις, … | θα συμπαθιέσαι, … | θα συμπαθηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συμπαθήσει | έχω, έχεις, … συμπαθηθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συμπαθήσει | είχα, είχες, … συμπαθηθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συμπαθήσει | θα έχω, θα έχεις, … συμπαθηθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συμπάθα2, συμπάθαγε2 | συμπάθησε1 - συμπάθα2 | — | συμπαθήσου |
2 pl | συμπαθείτε1 - συμπαθάτε2 | συμπαθήστε1 | συμπαθιέστε | συμπαθηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | declinable, formal: συμπαθών, συμπαθούσα, συμπαθούν indeclinable: συμπαθώντας ➤ |
— | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συμπαθήσει ➤ | [συμπαθημένος, -η, -ο] ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συμπαθήσει | συμπαθηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Sense: "like". All passive voice has sense: "like". 2. Sense: "forgive" for active forms with -α- in their endings. • The variant συμπαθάω (sympatháo) means: "I forgive". Its passive form συμπαθιέμαι (sympathiémai) serves as passive to συμπαθώ (sense: "I like"): "I am liked" but not as 'I am forgiven' • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||