Learned borrowing from Koine Greek σχετικός (skhetikós); synchronically analyzable as an adjectival derivative of σχέση (schési, “relation”). Τhe modern sense of "relative, proportional" is a semantic loan from French relatif.
σχετικός • (schetikós) m (feminine σχετική, neuter σχετικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σκετικός • | σκετική • | σκετικό • | σκετικοί • | σκετικές • | σκετικά • |
genitive | σκετικού • | σκετικής • | σκετικού • | σκετικών • | σκετικών • | σκετικών • |
accusative | σκετικό • | σκετική • | σκετικό • | σκετικούς • | σκετικές • | σκετικά • |
vocative | σκετικέ • | σκετική • | σκετικό • | σκετικοί • | σκετικές • | σκετικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σχετικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σχετικός, etc.) |