From Ancient Greek ταλαντοῦχος (talantoûkhos), equivalent to τάλαντο (tálanto, “talent”) + -ούχος (-oúchos, “having, possessing”).
ταλαντούχος • (talantoúchos) m (feminine ταλαντούχος or ταλαντούχα, neuter ταλαντούχο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ταλαντούχος (talantoúchos) | ταλαντούχος (talantoúchos) ταλαντούχα (talantoúcha) |
ταλαντούχο (talantoúcho) | ταλαντούχοι (talantoúchoi) | ταλαντούχοι (talantoúchoi) ταλαντούχες (talantoúches) |
ταλαντούχα (talantoúcha) | |
genitive | ταλαντούχου (talantoúchou) | ταλαντούχου (talantoúchou) ταλαντούχας (talantoúchas) |
ταλαντούχου (talantoúchou) | ταλαντούχων (talantoúchon) | ταλαντούχων (talantoúchon) | ταλαντούχων (talantoúchon) | |
accusative | ταλαντούχο (talantoúcho) | ταλαντούχο (talantoúcho) ταλαντούχα (talantoúcha) |
ταλαντούχο (talantoúcho) | ταλαντούχους (talantoúchous) | ταλαντούχους (talantoúchous) ταλαντούχες (talantoúches) |
ταλαντούχα (talantoúcha) | |
vocative | ταλαντούχε (talantoúche) | ταλαντούχε (talantoúche) ταλαντούχα (talantoúcha) |
ταλαντούχο (talantoúcho) | ταλαντούχοι (talantoúchoi) | ταλαντούχοι (talantoúchoi) ταλαντούχες (talantoúches) |
ταλαντούχα (talantoúcha) |