Learned borrowing from Ancient Greek τῑμωρῶ (tīmōrô),[1] contracted form of τῑμωρέω (tīmōréō, “to avenge, to exact vengeance”).
τιμωρώ • (timoró) (past τιμώρησα, passive τιμωρούμαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | τιμωρώ | τιμωρήσω | τιμωρούμαι | τιμωρηθώ |
2 sg | τιμωρείς | τιμωρήσεις | τιμωρείσαι | τιμωρηθείς |
3 sg | τιμωρεί | τιμωρήσει | τιμωρείται | τιμωρηθεί |
1 pl | τιμωρούμε | τιμωρήσουμε, [-ομε] | τιμωρούμαστε | τιμωρηθούμε |
2 pl | τιμωρείτε | τιμωρήσετε | τιμωρείστε | τιμωρηθείτε |
3 pl | τιμωρούν(ε) | τιμωρήσουν(ε) | τιμωρούνται | τιμωρηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | τιμωρούσα | τιμώρησα | [τιμωρούμουν(α)] | τιμωρήθηκα |
2 sg | τιμωρούσες | τιμώρησες | [τιμωρούσουν(α)] | τιμωρήθηκες |
3 sg | τιμωρούσε | τιμώρησε | τιμωρούνταν, {τιμωρείτο} | τιμωρήθηκε |
1 pl | τιμωρούσαμε | τιμωρήσαμε | τιμωρούμασταν, (‑ούμαστε) | τιμωρηθήκαμε |
2 pl | τιμωρούσατε | τιμωρήσατε | [τιμωρούσασταν, (‑ούσαστε)] | τιμωρηθήκατε |
3 pl | τιμωρούσαν(ε) | τιμώρησαν, τιμωρήσαν(ε) | τιμωρούνταν, {τιμωρούντο} | τιμωρήθηκαν, τιμωρηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα τιμωρώ ➤ | θα τιμωρήσω ➤ | θα τιμωρούμαι ➤ | θα τιμωρηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα τιμωρείς, … | θα τιμωρήσεις, … | θα τιμωρείσαι, … | θα τιμωρηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … τιμωρήσει έχω, έχεις, … τιμωρημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … τιμωρηθεί είμαι, είσαι, … τιμωρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … τιμωρήσει είχα, είχες, … τιμωρημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … τιμωρηθεί ήμουν, ήσουν, … τιμωρημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … τιμωρήσει θα έχω, θα έχεις, … τιμωρημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … τιμωρηθεί θα είμαι, θα είσαι, … τιμωρημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | τιμώρησε | — | τιμωρήσου |
2 pl | τιμωρείτε | τιμωρήστε | τιμωρείστε | τιμωρηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | τιμωρώντας ➤ | τιμωρούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας τιμωρήσει ➤ | τιμωρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | τιμωρήσει | τιμωρηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||