Learnedly from τραγέλαφ(ος) (tragélaf(os)) + -ικός (-ikós).[1]
τραγελαφικός • (tragelafikós) m (feminine τραγελαφική, neuter τραγελαφικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τραγελαφικός (tragelafikós) | τραγελαφική (tragelafikí) | τραγελαφικό (tragelafikó) | τραγελαφικοί (tragelafikoí) | τραγελαφικές (tragelafikés) | τραγελαφικά (tragelafiká) | |
genitive | τραγελαφικού (tragelafikoú) | τραγελαφικής (tragelafikís) | τραγελαφικού (tragelafikoú) | τραγελαφικών (tragelafikón) | τραγελαφικών (tragelafikón) | τραγελαφικών (tragelafikón) | |
accusative | τραγελαφικό (tragelafikó) | τραγελαφική (tragelafikí) | τραγελαφικό (tragelafikó) | τραγελαφικούς (tragelafikoús) | τραγελαφικές (tragelafikés) | τραγελαφικά (tragelafiká) | |
vocative | τραγελαφικέ (tragelafiké) | τραγελαφική (tragelafikí) | τραγελαφικό (tragelafikó) | τραγελαφικοί (tragelafikoí) | τραγελαφικές (tragelafikés) | τραγελαφικά (tragelafiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τραγελαφικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τραγελαφικός, etc.)