Unexpected formation of participle, as though from an -ίζω (-ízo) verb. Perfect participle of τραγουδιέμαι (tragoudiémai), passive voice of τραγουδάω, τραγουδώ (“I sing”). The expected participle is the more rare τραγουδημένος (tragoudiménos).
τραγουδισμένος • (tragoudisménos) m (feminine τραγουδισμένη, neuter τραγουδισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τραγουδισμένος • | τραγουδισμένη • | τραγουδισμένο • | τραγουδισμένοι • | τραγουδισμένες • | τραγουδισμένα • |
genitive | τραγουδισμένου • | τραγουδισμένης • | τραγουδισμένου • | τραγουδισμένων • | τραγουδισμένων • | τραγουδισμένων • |
accusative | τραγουδισμένο • | τραγουδισμένη • | τραγουδισμένο • | τραγουδισμένους • | τραγουδισμένες • | τραγουδισμένα • |
vocative | τραγουδισμένε • | τραγουδισμένη • | τραγουδισμένο • | τραγουδισμένοι • | τραγουδισμένες • | τραγουδισμένα • |