Learnedly from τρομάζω (tromázo) + -τικός (-tikós).[1]
τρομακτικός • (tromaktikós) m (feminine τρομακτική, neuter τρομακτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τρομακτικός (tromaktikós) | τρομακτική (tromaktikí) | τρομακτικό (tromaktikó) | τρομακτικοί (tromaktikoí) | τρομακτικές (tromaktikés) | τρομακτικά (tromaktiká) | |
genitive | τρομακτικού (tromaktikoú) | τρομακτικής (tromaktikís) | τρομακτικού (tromaktikoú) | τρομακτικών (tromaktikón) | τρομακτικών (tromaktikón) | τρομακτικών (tromaktikón) | |
accusative | τρομακτικό (tromaktikó) | τρομακτική (tromaktikí) | τρομακτικό (tromaktikó) | τρομακτικούς (tromaktikoús) | τρομακτικές (tromaktikés) | τρομακτικά (tromaktiká) | |
vocative | τρομακτικέ (tromaktiké) | τρομακτική (tromaktikí) | τρομακτικό (tromaktikó) | τρομακτικοί (tromaktikoí) | τρομακτικές (tromaktikés) | τρομακτικά (tromaktiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τρομακτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τρομακτικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο τρομακτικότερος", etc)
|