From Ancient Greek τρομερός (tromerós), from τρόμος (trómos) + -ερός (-erós).
τρομερός • (tromerós) m
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τρομερός (tromerós) | τρομερή (tromerí) | τρομερό (tromeró) | τρομεροί (tromeroí) | τρομερές (tromerés) | τρομερά (tromerá) | |
genitive | τρομερού (tromeroú) | τρομερής (tromerís) | τρομερού (tromeroú) | τρομερών (tromerón) | τρομερών (tromerón) | τρομερών (tromerón) | |
accusative | τρομερό (tromeró) | τρομερή (tromerí) | τρομερό (tromeró) | τρομερούς (tromeroús) | τρομερές (tromerés) | τρομερά (tromerá) | |
vocative | τρομερέ (tromeré) | τρομερή (tromerí) | τρομερό (tromeró) | τρομεροί (tromeroí) | τρομερές (tromerés) | τρομερά (tromerá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τρομερός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τρομερός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο τρομερότερος", etc)
|