(This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.)
υλικός • (ylikós) m (feminine υλική, neuter υλικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υλικός • | υλική • | υλικό • | υλικοί • | υλικές • | υλικά • |
genitive | υλικού • | υλικής • | υλικού • | υλικών • | υλικών • | υλικών • |
accusative | υλικό • | υλική • | υλικό • | υλικούς • | υλικές • | υλικά • |
vocative | υλικέ • | υλική • | υλικό • | υλικοί • | υλικές • | υλικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υλικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υλικός, etc.) |
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υλικότερος • | υλικότερη • | υλικότερο • | υλικότεροι • | υλικότερες • | υλικότερα • |
genitive | υλικότερου • | υλικότερης • | υλικότερου • | υλικότερων • | υλικότερων • | υλικότερων • |
accusative | υλικότερο • | υλικότερη • | υλικότερο • | υλικότερους • | υλικότερες • | υλικότερα • |
vocative | υλικότερε • | υλικότερη • | υλικότερο • | υλικότεροι • | υλικότερες • | υλικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο υλικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υλικότατος • | υλικότατη • | υλικότατο • | υλικότατοι • | υλικότατες • | υλικότατα • |
genitive | υλικότατου • | υλικότατης • | υλικότατου • | υλικότατων • | υλικότατων • | υλικότατων • |
accusative | υλικότατο • | υλικότατη • | υλικότατο • | υλικότατους • | υλικότατες • | υλικότατα • |
vocative | υλικότατε • | υλικότατη • | υλικότατο • | υλικότατοι • | υλικότατες • | υλικότατα • |