From Ancient Greek ὑπεύθυνος.
υπεύθυνος • (ypéfthynos) m (feminine υπεύθυνη, neuter υπεύθυνο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υπεύθυνος (ypéfthynos) | υπεύθυνη (ypéfthyni) | υπεύθυνο (ypéfthyno) | υπεύθυνοι (ypéfthynoi) | υπεύθυνες (ypéfthynes) | υπεύθυνα (ypéfthyna) | |
genitive | υπεύθυνου (ypéfthynou) | υπεύθυνης (ypéfthynis) | υπεύθυνου (ypéfthynou) | υπεύθυνων (ypéfthynon) | υπεύθυνων (ypéfthynon) | υπεύθυνων (ypéfthynon) | |
accusative | υπεύθυνο (ypéfthyno) | υπεύθυνη (ypéfthyni) | υπεύθυνο (ypéfthyno) | υπεύθυνους (ypéfthynous) | υπεύθυνες (ypéfthynes) | υπεύθυνα (ypéfthyna) | |
vocative | υπεύθυνε (ypéfthyne) | υπεύθυνη (ypéfthyni) | υπεύθυνο (ypéfthyno) | υπεύθυνοι (ypéfthynoi) | υπεύθυνες (ypéfthynes) | υπεύθυνα (ypéfthyna) |