From Ancient Greek ὐπόχρεος (upókhreos, “indebted”).
υποχρεωτικός • (ypochreotikós) m (feminine υποχρεωτική, neuter υποχρεωτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υποχρεωτικός (ypochreotikós) | υποχρεωτική (ypochreotikí) | υποχρεωτικό (ypochreotikó) | υποχρεωτικοί (ypochreotikoí) | υποχρεωτικές (ypochreotikés) | υποχρεωτικά (ypochreotiká) | |
genitive | υποχρεωτικού (ypochreotikoú) | υποχρεωτικής (ypochreotikís) | υποχρεωτικού (ypochreotikoú) | υποχρεωτικών (ypochreotikón) | υποχρεωτικών (ypochreotikón) | υποχρεωτικών (ypochreotikón) | |
accusative | υποχρεωτικό (ypochreotikó) | υποχρεωτική (ypochreotikí) | υποχρεωτικό (ypochreotikó) | υποχρεωτικούς (ypochreotikoús) | υποχρεωτικές (ypochreotikés) | υποχρεωτικά (ypochreotiká) | |
vocative | υποχρεωτικέ (ypochreotiké) | υποχρεωτική (ypochreotikí) | υποχρεωτικό (ypochreotikó) | υποχρεωτικοί (ypochreotikoí) | υποχρεωτικές (ypochreotikés) | υποχρεωτικά (ypochreotiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποχρεωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποχρεωτικός, etc.)