6 Results found for "φαρδύς".

φαρδύς

From Byzantine Greek φαρδύς (phardús), from Koine Greek εὐφραδής (euphradḗs), from Ancient Greek εὖ (eû) + φράζω (phrázō). φαρδύς • (fardýs) m (feminine...


φαρδιά

φαρδιά • (fardiá) nominative/accusative/vocative feminine singular of φαρδύς (fardýs) nominative/accusative/vocative neuter plural of φαρδύς (fardýs)...


φαρδύ

φαρδύ • (fardý) inflection of φαρδύς (fardýs): genitive/accusative/vocative masculine/neuter singular nominative neuter singular...


μπόλικος

αρκετός (arketós), επαρκής (eparkís), κάμποσος (kámposos) (loose, full): φαρδύς (fardýs), ευρύχωρος (evrýchoros) (antonym(s) of “plenty, lots”): λιγοστός...


πλατύς

article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πλατύς, etc.) ευρύς (evrýs) φαρδύς (fardýs) στενός (stenós, “thin, narrow”) πλαταίνω (plataíno) πλατέα (platéa)...


wide

Gothic: 𐌱𐍂𐌰𐌹𐌸𐍃 (braiþs) Greek: ευρύς (el) m (evrýs), ευρεία f (evreía), φαρδύς (el) (fardýs) Ancient: εὐρύς (eurús), πλατύς (platús) Hebrew: רָחָב (he)...