φαρδύς

Hello, you have come here looking for the meaning of the word φαρδύς. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word φαρδύς, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say φαρδύς in singular and plural. Everything you need to know about the word φαρδύς you have here. The definition of the word φαρδύς will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofφαρδύς, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Byzantine Greek φαρδύς (phardús), from Koine Greek εὐφραδής (euphradḗs), from Ancient Greek εὖ () + φράζω (phrázō).

Adjective

φαρδύς (fardýsm (feminine φαρδιά, neuter φαρδύ)

  1. (of clothing) wide, broad

Declension

Declension of φαρδύς
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φαρδύς (fardýs) φαρδιά (fardiá) φαρδύ (fardý) φαρδιοί (fardioí) φαρδιές (fardiés) φαρδιά (fardiá)
genitive φαρδιού (fardioú)
φαρδύ (fardý)
φαρδιάς (fardiás) φαρδιού (fardioú)
φαρδύ (fardý)
φαρδιών (fardión) φαρδιών (fardión) φαρδιών (fardión)
accusative φαρδύ (fardý) φαρδιά (fardiá) φαρδύ (fardý) φαρδιούς (fardioús) φαρδιές (fardiés) φαρδιά (fardiá)
vocative φαρδύ (fardý) φαρδιά (fardiá) φαρδύ (fardý) φαρδιοί (fardioí) φαρδιές (fardiés) φαρδιά (fardiá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φαρδύς, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φαρδύς, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φαρδύτερος (fardýteros) φαρδύτερη (fardýteri) φαρδύτερο (fardýtero) φαρδύτεροι (fardýteroi) φαρδύτερες (fardýteres) φαρδύτερα (fardýtera)
genitive φαρδύτερου (fardýterou) φαρδύτερης (fardýteris) φαρδύτερου (fardýterou) φαρδύτερων (fardýteron) φαρδύτερων (fardýteron) φαρδύτερων (fardýteron)
accusative φαρδύτερο (fardýtero) φαρδύτερη (fardýteri) φαρδύτερο (fardýtero) φαρδύτερους (fardýterous) φαρδύτερες (fardýteres) φαρδύτερα (fardýtera)
vocative φαρδύτερε (fardýtere) φαρδύτερη (fardýteri) φαρδύτερο (fardýtero) φαρδύτεροι (fardýteroi) φαρδύτερες (fardýteres) φαρδύτερα (fardýtera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φαρδύτερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φαρδύτατος (fardýtatos) φαρδύτατη (fardýtati) φαρδύτατο (fardýtato) φαρδύτατοι (fardýtatoi) φαρδύτατες (fardýtates) φαρδύτατα (fardýtata)
genitive φαρδύτατου (fardýtatou) φαρδύτατης (fardýtatis) φαρδύτατου (fardýtatou) φαρδύτατων (fardýtaton) φαρδύτατων (fardýtaton) φαρδύτατων (fardýtaton)
accusative φαρδύτατο (fardýtato) φαρδύτατη (fardýtati) φαρδύτατο (fardýtato) φαρδύτατους (fardýtatous) φαρδύτατες (fardýtates) φαρδύτατα (fardýtata)
vocative φαρδύτατε (fardýtate) φαρδύτατη (fardýtati) φαρδύτατο (fardýtato) φαρδύτατοι (fardýtatoi) φαρδύτατες (fardýtates) φαρδύτατα (fardýtata)

Synonyms

Antonyms