στενός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word στενός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word στενός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say στενός in singular and plural. Everything you need to know about the word στενός you have here. The definition of the word στενός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofστενός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Alternative forms

Etymology

From an earlier *στενϝός (*stenwós), of unknown further origin, with no known cognates outside Greek. The suffix of the derivative στενυγρός (stenugrós, narrow) suggests Pre-Greek origin.[1]

Pronunciation

 

Adjective

στενός (stenósm (feminine στενή, neuter στενόν); first/second declension

  1. narrow, tight
    Antonym: εὐρύς (eurús)

Inflection

Derived terms

Descendants

  • Greek: στενός (stenós)
  • English: steno-
  • Translingual: Stenus

References

  1. ^ Beekes, Robert S. P. (2010) “στενός”, in Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), with the assistance of Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, →ISBN, page 1399

Further reading

Greek

Etymology

Inherited from Ancient Greek στενός (stenós).

Adjective

στενός (stenósm (feminine στενή, neuter στενό)

  1. narrow
  2. tight
  3. close
    στενός φίλοςstenós fílosclose friend

Declension

Declension of στενός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στενός (stenós) στενή (stení) στενό (stenó) στενοί (stenoí) στενές (stenés) στενά (stená)
genitive στενού (stenoú) στενής (stenís) στενού (stenoú) στενών (stenón) στενών (stenón) στενών (stenón)
accusative στενό (stenó) στενή (stení) στενό (stenó) στενούς (stenoús) στενές (stenés) στενά (stená)
vocative στενέ (stené) στενή (stení) στενό (stenó) στενοί (stenoí) στενές (stenés) στενά (stená)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στενός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στενός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στενότερος (stenóteros) στενότερη (stenóteri) στενότερο (stenótero) στενότεροι (stenóteroi) στενότερες (stenóteres) στενότερα (stenótera)
genitive στενότερου (stenóterou) στενότερης (stenóteris) στενότερου (stenóterou) στενότερων (stenóteron) στενότερων (stenóteron) στενότερων (stenóteron)
accusative στενότερο (stenótero) στενότερη (stenóteri) στενότερο (stenótero) στενότερους (stenóterous) στενότερες (stenóteres) στενότερα (stenótera)
vocative στενότερε (stenótere) στενότερη (stenóteri) στενότερο (stenótero) στενότεροι (stenóteroi) στενότερες (stenóteres) στενότερα (stenótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο στενότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στενότατος (stenótatos) στενότατη (stenótati) στενότατο (stenótato) στενότατοι (stenótatoi) στενότατες (stenótates) στενότατα (stenótata)
genitive στενότατου (stenótatou) στενότατης (stenótatis) στενότατου (stenótatou) στενότατων (stenótaton) στενότατων (stenótaton) στενότατων (stenótaton)
accusative στενότατο (stenótato) στενότατη (stenótati) στενότατο (stenótato) στενότατους (stenótatous) στενότατες (stenótates) στενότατα (stenótata)
vocative στενότατε (stenótate) στενότατη (stenótati) στενότατο (stenótato) στενότατοι (stenótatoi) στενότατες (stenótates) στενότατα (stenótata)

Derived terms

Further reading