φίλος (phílos) + πτόλεμος (ptólemos)
φῐλοπτόλεμος • (phĭloptólemos) m or f (neuter φῐλοπτόλεμον); second declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | ||||||||
Nominative | φῐλοπτόλεμος phĭloptólemos |
φῐλοπτόλεμον phĭloptólemon |
φῐλοπτολέμω phĭloptolémō |
φῐλοπτολέμω phĭloptolémō |
φῐλοπτόλεμοι phĭloptólemoi |
φῐλοπτόλεμᾰ phĭloptólemă | ||||||||
Genitive | φῐλοπτολέμου / φῐλοπτολεμοῖο / φῐλοπτολέμοιο / φῐλοπτολεμόο / φῐλοπτολέμοο phĭloptolémou / phĭloptolemoîo / phĭloptolémoio / phĭloptolemóo / phĭloptolémoo |
φῐλοπτολέμου / φῐλοπτολεμοῖο / φῐλοπτολέμοιο / φῐλοπτολεμόο / φῐλοπτολέμοο phĭloptolémou / phĭloptolemoîo / phĭloptolémoio / phĭloptolemóo / phĭloptolémoo |
φῐλοπτολέμοιῐν phĭloptolémoiĭn |
φῐλοπτολέμοιῐν phĭloptolémoiĭn |
φῐλοπτολέμων phĭloptolémōn |
φῐλοπτολέμων phĭloptolémōn | ||||||||
Dative | φῐλοπτολέμῳ phĭloptolémōi |
φῐλοπτολέμῳ phĭloptolémōi |
φῐλοπτολέμοιῐν phĭloptolémoiĭn |
φῐλοπτολέμοιῐν phĭloptolémoiĭn |
φῐλοπτολέμοισῐ / φῐλοπτολέμοισῐν / φῐλοπτολέμοις phĭloptolémoisĭ(n) / phĭloptolémois |
φῐλοπτολέμοισῐ / φῐλοπτολέμοισῐν / φῐλοπτολέμοις phĭloptolémoisĭ(n) / phĭloptolémois | ||||||||
Accusative | φῐλοπτόλεμον phĭloptólemon |
φῐλοπτόλεμον phĭloptólemon |
φῐλοπτολέμω phĭloptolémō |
φῐλοπτολέμω phĭloptolémō |
φῐλοπτολέμους phĭloptolémous |
φῐλοπτόλεμᾰ phĭloptólemă | ||||||||
Vocative | φῐλοπτόλεμε phĭloptóleme |
φῐλοπτόλεμον phĭloptólemon |
φῐλοπτολέμω phĭloptolémō |
φῐλοπτολέμω phĭloptolémō |
φῐλοπτόλεμοι phĭloptólemoi |
φῐλοπτόλεμᾰ phĭloptólemă | ||||||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
φῐλοπτολέμως phĭloptolémōs |
φῐλοπτολεμώτερος phĭloptolemṓteros |
φῐλοπτολεμώτᾰτος phĭloptolemṓtătos | ||||||||||||
Notes: |
|