Learned borrowing from Ancient Greek φιλοχρήματος (philokhrḗmatos).[1]
φιλοχρήματος • (filochrímatos) m (feminine φιλοχρήματη, neuter φιλοχρήματο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | φιλοχρήματος (filochrímatos) | φιλοχρήματη (filochrímati) | φιλοχρήματο (filochrímato) | φιλοχρήματοι (filochrímatoi) | φιλοχρήματες (filochrímates) | φιλοχρήματα (filochrímata) | |
genitive | φιλοχρήματου (filochrímatou) | φιλοχρήματης (filochrímatis) | φιλοχρήματου (filochrímatou) | φιλοχρήματων (filochrímaton) | φιλοχρήματων (filochrímaton) | φιλοχρήματων (filochrímaton) | |
accusative | φιλοχρήματο (filochrímato) | φιλοχρήματη (filochrímati) | φιλοχρήματο (filochrímato) | φιλοχρήματους (filochrímatous) | φιλοχρήματες (filochrímates) | φιλοχρήματα (filochrímata) | |
vocative | φιλοχρήματε (filochrímate) | φιλοχρήματη (filochrímati) | φιλοχρήματο (filochrímato) | φιλοχρήματοι (filochrímatoi) | φιλοχρήματες (filochrímates) | φιλοχρήματα (filochrímata) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φιλοχρήματος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φιλοχρήματος, etc.)