From French fondamentaliste.
φονταμενταλιστής • (fontamentalistís) m (plural φονταμενταλιστές, feminine φονταμενταλίστρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φονταμενταλιστής (fontamentalistís) | φονταμενταλιστές (fontamentalistés) |
genitive | φονταμενταλιστή (fontamentalistí) | φονταμενταλιστών (fontamentalistón) |
accusative | φονταμενταλιστή (fontamentalistí) | φονταμενταλιστές (fontamentalistés) |
vocative | φονταμενταλιστή (fontamentalistí) | φονταμενταλιστές (fontamentalistés) |