Perfect participle of φυλάγομαι (fylágomai), passive voice of φυλάω/φυλώ (“I guard”) & φυλάγω (fylágo), as well as perfect participle of φυλάσσομαι (fylássomai), passive voice of the formal φυλάσσω (fylásso).
φυλαγμένος • (fylagménos) m (feminine φυλαγμένη, neuter φυλαγμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φυλαγμένος • | φυλαγμένη • | φυλαγμένο • | φυλαγμένοι • | φυλαγμένες • | φυλαγμένα • |
genitive | φυλαγμένου • | φυλαγμένης • | φυλαγμένου • | φυλαγμένων • | φυλαγμένων • | φυλαγμένων • |
accusative | φυλαγμένο • | φυλαγμένη • | φυλαγμένο • | φυλαγμένους • | φυλαγμένες • | φυλαγμένα • |
vocative | φυλαγμένε • | φυλαγμένη • | φυλαγμένο • | φυλαγμένοι • | φυλαγμένες • | φυλαγμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φυλαγμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φυλαγμένος, etc.) |