From Ancient Greek ὠφέλιμος (ōphélimos).
ωφέλιμος • (ofélimos) m (feminine ωφέλιμη, neuter ωφέλιμο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ωφέλιμος • | ωφέλιμη • | ωφέλιμο • | ωφέλιμοι • | ωφέλιμες • | ωφέλιμα • |
genitive | ωφέλιμου • | ωφέλιμης • | ωφέλιμου • | ωφέλιμων • | ωφέλιμων • | ωφέλιμων • |
accusative | ωφέλιμο • | ωφέλιμη • | ωφέλιμο • | ωφέλιμους • | ωφέλιμες • | ωφέλιμα • |
vocative | ωφέλιμε • | ωφέλιμη • | ωφέλιμο • | ωφέλιμοι • | ωφέλιμες • | ωφέλιμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ωφέλιμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ωφέλιμος, etc.) |