From Ἀντήνωρ (Antḗnōr) + -ίδης (-ídēs)
Ἀντηνορίδης • (Antēnorídēs) m (genitive Ἀντηνορίδου); first declension
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | Ᾰ̓ντηνορῐ́δης Ăntēnorĭ́dēs |
Ᾰ̓ντηνορῐ́δᾱ Ăntēnorĭ́dā |
Ᾰ̓ντηνορῐ́δαι Ăntēnorĭ́dai | ||||||||||
Genitive | Ᾰ̓ντηνορῐ́δᾱο / Ᾰ̓ντηνορῐ́δε͜ω / Ᾰ̓ντηνορῐ́δω Ăntēnorĭ́dāo / Ăntēnorĭ́de͜ō / Ăntēnorĭ́dō |
Ᾰ̓ντηνορῐ́δαιν / Ᾰ̓ντηνορῐ́δαιῐν / Ᾰ̓ντηνορῐ́δῃῐν Ăntēnorĭ́dai(ĭ)n / Ăntēnorĭ́dēiĭn |
Ᾰ̓ντηνορῐδᾱ́ων / Ᾰ̓ντηνορῐδέ͜ων / Ᾰ̓ντηνορῐδῶν Ăntēnorĭdā́ōn / Ăntēnorĭdé͜ōn / Ăntēnorĭdôn | ||||||||||
Dative | Ᾰ̓ντηνορῐ́δῃ Ăntēnorĭ́dēi |
Ᾰ̓ντηνορῐ́δαιν / Ᾰ̓ντηνορῐ́δαιῐν / Ᾰ̓ντηνορῐ́δῃῐν Ăntēnorĭ́dai(ĭ)n / Ăntēnorĭ́dēiĭn |
Ᾰ̓ντηνορῐ́δῃσῐ / Ᾰ̓ντηνορῐ́δῃσῐν / Ᾰ̓ντηνορῐ́δῃς / Ᾰ̓ντηνορῐ́δαις Ăntēnorĭ́dēisĭ(n) / Ăntēnorĭ́dēis / Ăntēnorĭ́dais | ||||||||||
Accusative | Ᾰ̓ντηνορῐ́δην Ăntēnorĭ́dēn |
Ᾰ̓ντηνορῐ́δᾱ Ăntēnorĭ́dā |
Ᾰ̓ντηνορῐ́δᾱς Ăntēnorĭ́dās | ||||||||||
Vocative | Ᾰ̓ντηνορῐ́δη Ăntēnorĭ́dē |
Ᾰ̓ντηνορῐ́δᾱ Ăntēnorĭ́dā |
Ᾰ̓ντηνορῐ́δαι Ăntēnorĭ́dai | ||||||||||
Notes: |
|