From ἰσο- (iso-, “equal”) + ἡμερινός (hēmerinós, “of day”).
ῐ̓σημερῐνός • (ĭsēmerĭnós) m (feminine ῐ̓σημερῐνή, neuter ῐ̓σημερῐνόν); first/second declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | ἰσημερῐνός isēmerĭnós |
ἰσημερῐνή isēmerĭnḗ |
ἰσημερῐνόν isēmerĭnón |
ἰσημερῐνώ isēmerĭnṓ |
ἰσημερῐνᾱ́ isēmerĭnā́ |
ἰσημερῐνώ isēmerĭnṓ |
ἰσημερῐνοί isēmerĭnoí |
ἰσημερῐναί isēmerĭnaí |
ἰσημερῐνᾰ́ isēmerĭnắ | |||||
Genitive | ἰσημερῐνοῦ isēmerĭnoû |
ἰσημερῐνῆς isēmerĭnês |
ἰσημερῐνοῦ isēmerĭnoû |
ἰσημερῐνοῖν isēmerĭnoîn |
ἰσημερῐναῖν isēmerĭnaîn |
ἰσημερῐνοῖν isēmerĭnoîn |
ἰσημερῐνῶν isēmerĭnôn |
ἰσημερῐνῶν isēmerĭnôn |
ἰσημερῐνῶν isēmerĭnôn | |||||
Dative | ἰσημερῐνῷ isēmerĭnôi |
ἰσημερῐνῇ isēmerĭnêi |
ἰσημερῐνῷ isēmerĭnôi |
ἰσημερῐνοῖν isēmerĭnoîn |
ἰσημερῐναῖν isēmerĭnaîn |
ἰσημερῐνοῖν isēmerĭnoîn |
ἰσημερῐνοῖς isēmerĭnoîs |
ἰσημερῐναῖς isēmerĭnaîs |
ἰσημερῐνοῖς isēmerĭnoîs | |||||
Accusative | ἰσημερῐνόν isēmerĭnón |
ἰσημερῐνήν isēmerĭnḗn |
ἰσημερῐνόν isēmerĭnón |
ἰσημερῐνώ isēmerĭnṓ |
ἰσημερῐνᾱ́ isēmerĭnā́ |
ἰσημερῐνώ isēmerĭnṓ |
ἰσημερῐνούς isēmerĭnoús |
ἰσημερῐνᾱ́ς isēmerĭnā́s |
ἰσημερῐνᾰ́ isēmerĭnắ | |||||
Vocative | ἰσημερῐνέ isēmerĭné |
ἰσημερῐνή isēmerĭnḗ |
ἰσημερῐνόν isēmerĭnón |
ἰσημερῐνώ isēmerĭnṓ |
ἰσημερῐνᾱ́ isēmerĭnā́ |
ἰσημερῐνώ isēmerĭnṓ |
ἰσημερῐνοί isēmerĭnoí |
ἰσημερῐναί isēmerĭnaí |
ἰσημερῐνᾰ́ isēmerĭnắ | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
ἰσημερῐνῶς isēmerĭnôs |
ἰσημερῐνώτερος isēmerĭnṓteros |
ἰσημερῐνώτᾰτος isēmerĭnṓtătos | ||||||||||||
Notes: |
|