|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
κληρονομώ - κληρονομάω1
|
κληρονομήσω
|
κληρονομούμαι - κληρονομιέμαι1
|
κληρονομηθώ
|
2 sg
|
κληρονομείς - κληρονομάς
|
κληρονομήσεις
|
κληρονομείσαι - κληρονομιέσαι
|
κληρονομηθείς
|
3 sg
|
κληρονομεί - κληρονομάει
|
κληρονομήσει
|
κληρονομείται - κληρονομιέται
|
κληρονομηθεί
|
|
1 pl
|
κληρονομούμε - κληρονομάμε
|
κληρονομήσουμε, [-ομε]
|
κληρονομούμαστε - κληρονομιόμαστε
|
κληρονομηθούμε
|
2 pl
|
κληρονομείτε - κληρονομάτε
|
κληρονομήσετε
|
κληρονομείστε, {κληρονομείσθε} - κληρονομιέστε, (‑ιόσαστε)
|
κληρονομηθείτε
|
3 pl
|
κληρονομούν(ε) - κληρονομάνε, κληρονομάν
|
κληρονομήσουν(ε)
|
κληρονομούνται - κληρονομιούνται, (‑ιόνται)
|
κληρονομηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
κληρονομούσα - κληρονόμαγα
|
κληρονόμησα
|
[κληρονομούμουν]2 - κληρονομιόμουν(α)
|
κληρονομήθηκα
|
2 sg
|
κληρονομούσες - κληρονόμαγες
|
κληρονόμησες
|
[κληρονομούσουν] - κληρονομιόσουν(α)
|
κληρονομήθηκες
|
3 sg
|
κληρονομούσε - κληρονόμαγε
|
κληρονόμησε
|
κληρονομούνταν -κληρονομιόταν(ε)
|
κληρονομήθηκε
|
|
1 pl
|
κληρονομούσαμε - κληρονομάγαμε
|
κληρονομήσαμε
|
κληρονομούμασταν, (‑ούμαστε) - κληρονομιόμασταν, (‑ιόμαστε)
|
κληρονομηθήκαμε
|
2 pl
|
κληρονομούσατε - κληρονομάγατε
|
κληρονομήσατε
|
[κληρονομούσασταν, (‑ούσαστε)]2 - κληρονομιόσασταν, (‑ιόσαστε)
|
κληρονομηθήκατε
|
3 pl
|
κληρονομούσαν(ε) - κληρονόμαγαν, κληρονομάγανε
|
κληρονόμησαν, κληρονομήσαν(ε)
|
κληρονομούνταν - κληρονομιόνταν(ε), κληρονομιόντουσαν, κληρονομιούνταν
|
κληρονομήθηκαν, κληρονομηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα κληρονομώ - θα κληρονομάω ➤
|
θα κληρονομήσω ➤
|
θα κληρονομούμαι - κληρονομιέμαι ➤
|
θα κληρονομηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα κληρονομείς - κληρονομάς, …
|
θα κληρονομήσεις, …
|
θα κληρονομείσαι - κληρονομιέσαι, …
|
θα κληρονομηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … κληρονομήσει έχω, έχεις, … κληρονομημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … κληρονομηθεί είμαι, είσαι, … κληρονομημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … κληρονομήσει είχα, είχες, … κληρονομημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … κληρονομηθεί ήμουν, ήσουν, … κληρονομημένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … κληρονομήσει θα έχω, θα έχεις, … κληρονομημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … κληρονομηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κληρονομημένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
κληρονόμα, κληρονόμαγε
|
κληρονόμησε, κληρονόμα
|
—
|
κληρονομήσου
|
2 pl
|
κληρονομείτε - κληρονομάτε
|
κληρονομήστε
|
κληρονομείστε - κληρονομιέστε
|
κληρονομηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
κληρονομώντας ➤
|
κληρονομούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας κληρονομήσει ➤
|
κληρονομημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
κληρονομήσει
|
κληρονομηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class B (with -είς, -ούμαι endings) and colloquially as Class A (with -α, -ιέμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|