From Ancient Greek ἄνεργος (ánergos).
άνεργος • (ánergos) m (feminine άνεργη, neuter άνεργο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άνεργος (ánergos) | άνεργη (ánergi) | άνεργο (ánergo) | άνεργοι (ánergoi) | άνεργες (ánerges) | άνεργα (ánerga) | |
genitive | άνεργου (ánergou) | άνεργης (ánergis) | άνεργου (ánergou) | άνεργων (ánergon) | άνεργων (ánergon) | άνεργων (ánergon) | |
accusative | άνεργο (ánergo) | άνεργη (ánergi) | άνεργο (ánergo) | άνεργους (ánergous) | άνεργες (ánerges) | άνεργα (ánerga) | |
vocative | άνεργε (ánerge) | άνεργη (ánergi) | άνεργο (ánergo) | άνεργοι (ánergoi) | άνεργες (ánerges) | άνεργα (ánerga) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άνεργος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άνεργος, etc.)