Learned borrowing from Koine Greek ἔμμεσος (émmesos).[1]
έμμεσος • (émmesos) m (feminine έμμεση, neuter έμμεσο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | έμμεσος (émmesos) | έμμεση (émmesi) | έμμεσο (émmeso) | έμμεσοι (émmesoi) | έμμεσες (émmeses) | έμμεσα (émmesa) | |
genitive | έμμεσου (émmesou) | έμμεσης (émmesis) | έμμεσου (émmesou) | έμμεσων (émmeson) | έμμεσων (émmeson) | έμμεσων (émmeson) | |
accusative | έμμεσο (émmeso) | έμμεση (émmesi) | έμμεσο (émmeso) | έμμεσους (émmesous) | έμμεσες (émmeses) | έμμεσα (émmesa) | |
vocative | έμμεσε (émmese) | έμμεση (émmesi) | έμμεσο (émmeso) | έμμεσοι (émmesoi) | έμμεσες (émmeses) | έμμεσα (émmesa) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έμμεσος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έμμεσος, etc.)