From the Ancient Greek ἄμεσος (ámesos), which appears to be from α- (a-, “a-, not”) + μέσος (mésos, “middle”); compare English immediate for a semantic parallel from the same component roots.
άμεσος • (ámesos) m (feminine άμεση, neuter άμεσο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άμεσος (ámesos) | άμεση (ámesi) | άμεσο (ámeso) | άμεσοι (ámesoi) | άμεσες (ámeses) | άμεσα (ámesa) | |
genitive | άμεσου (ámesou) | άμεσης (ámesis) | άμεσου (ámesou) | άμεσων (ámeson) | άμεσων (ámeson) | άμεσων (ámeson) | |
accusative | άμεσο (ámeso) | άμεση (ámesi) | άμεσο (ámeso) | άμεσους (ámesous) | άμεσες (ámeses) | άμεσα (ámesa) | |
vocative | άμεσε (ámese) | άμεση (ámesi) | άμεσο (ámeso) | άμεσοι (ámesoi) | άμεσες (ámeses) | άμεσα (ámesa) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άμεσος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άμεσος, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αμεσότερος", etc)
|