αιχμάλωτος • (aichmálotos) m (feminine αιχμάλωτη, neuter αιχμάλωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αιχμάλωτος (aichmálotos) | αιχμάλωτη (aichmáloti) | αιχμάλωτο (aichmáloto) | αιχμάλωτοι (aichmálotoi) | αιχμάλωτες (aichmálotes) | αιχμάλωτα (aichmálota) | |
genitive | αιχμάλωτου (aichmálotou) | αιχμάλωτης (aichmálotis) | αιχμάλωτου (aichmálotou) | αιχμάλωτων (aichmáloton) | αιχμάλωτων (aichmáloton) | αιχμάλωτων (aichmáloton) | |
accusative | αιχμάλωτο (aichmáloto) | αιχμάλωτη (aichmáloti) | αιχμάλωτο (aichmáloto) | αιχμάλωτους (aichmálotous) | αιχμάλωτες (aichmálotes) | αιχμάλωτα (aichmálota) | |
vocative | αιχμάλωτε (aichmálote) | αιχμάλωτη (aichmáloti) | αιχμάλωτο (aichmáloto) | αιχμάλωτοι (aichmálotoi) | αιχμάλωτες (aichmálotes) | αιχμάλωτα (aichmálota) |