Learned borrowing from Ancient Greek ἀμφίβολος (amphíbolos). For sense "questionable", semantic loan from French douteux. Morphologically, αμφι- (amfi-) + stem βολ- for which see αμφιβάλλω (amfivállo, “Ι doubt”) - αμφιβολία f (amfivolía) & βάλλω (vállo) - βολή (volí) + suffix -ος (-os).
αμφίβολος • (amfívolos) m (feminine αμφίβολη, neuter αμφίβολο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμφίβολος (amfívolos) | αμφίβολη (amfívoli) | αμφίβολο (amfívolo) | αμφίβολοι (amfívoloi) | αμφίβολες (amfívoles) | αμφίβολα (amfívola) | |
genitive | αμφίβολου (amfívolou) | αμφίβολης (amfívolis) | αμφίβολου (amfívolou) | αμφίβολων (amfívolon) | αμφίβολων (amfívolon) | αμφίβολων (amfívolon) | |
accusative | αμφίβολο (amfívolo) | αμφίβολη (amfívoli) | αμφίβολο (amfívolo) | αμφίβολους (amfívolous) | αμφίβολες (amfívoles) | αμφίβολα (amfívola) | |
vocative | αμφίβολε (amfívole) | αμφίβολη (amfívoli) | αμφίβολο (amfívolo) | αμφίβολοι (amfívoloi) | αμφίβολες (amfívoles) | αμφίβολα (amfívola) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμφίβολος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμφίβολος, etc.)